Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Διότι έτυχε να μου είναι ο συγγενέστερός μου και να κατοική εις το ίδιον μέρος. Μόλις λοιπόν εμβώ εις την οικίαν μου και με ακούση να λέγω αυτά, με ερωτά, αν δεν εντρέπομαι που τολμώ να συζητώ περί ωραίων ασχολιών, αφού τόσον φανερά εντροπιάζομαι εις την συζήτησιν του ωραίου, ότι δεν γνωρίζω τι είναι ούτε αυτό ακόμη.
Αλλ' εγώ, ο οποίος γνωρίζω πώς τρέχει ο ποταμός, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αντί να πηγαίνω από μέσα, εβγήκα διά να κόψω δρόμον μέσα από τα χωράφια. Και τώρα θα έμβω πάλιν εις τον ποταμόν να εύρω το ποίμνιον, το οποίον μου εχάρισεν η κόρη. — Τύχην όπου την έχεις, είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Και νομίζεις ότι αν πέσω κ' εγώ εις τον ποταμόν θα εύρω ζώα του νερού;
— Εγώ! εψιθύρισε με σβυστήν φωνήν η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια! Με είχε καλέσει ο καπετάν-Μαμμής, — Και δεν έβλεπες την πόρτα; — Μεσάνυχτα! Βλέπω η καϋμένη; Και όμως έλεγεν η διάδοσις και διώρθωνεν η γρηά-Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, ότι πράγματι είδε μια γυναίκα — εγώ δεν ήμουν, να χαρώ τα κορίτσια μου! — εγώ ήμουν καλεσμένη. Αλλά πριν έμβω εγώ, εμβήκε μια άλλη γρηά και πάλιν χάθηκε.
Θα έμβω και θα καθαρίσω, αλλ' έπειτα τόσο πολύ βιαστικά θα τρέξω, ώστε ούτε την αναπνοήν μου δεν θα πάρω εις τον δρόμο μου, διά να προφθάσω, πριν νυκτός, να εύρω την καλύβα του παππού. — Θα προφθάσεις, ήτο η μόνη απάντησης της σοβαρής γριάς. Όπως είπεν, έκαμεν η Φωτεινή· με τα μικρά της χεράκια εκκαθάρισεν όλον εκείνο το δωμάτιον με τα πολλά του ράφια, γεμάτα όλα τριγύρω από τα εργατικά ζωύφια.
Πώς τάχα έκρυβα κ' εγώ τον γάμο μου μ' εκείνον και στα κρυφά σε σκότωνα; για όφελος δικό σου σε παραδίνει τώρ' αυτός 'ς έναν πατέρα ξένο. ΙΩΝ Μα τέτοια λόγια δεν μπορούν εμένα να με πείσουν• θα έμβω μέσα στο ναό το Φοίβο να ρωτήσω, αν απ' αυτόν γεννήθηκα ή από θνητόν πατέρα.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σήκω· ‘ς την θύραν μου κτυπούν κρύψου, Ρωμαίε, κρύψου. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν θα κρυφθώ· εκτός εάν τ' αναστενάγματά μου μου κάμουν γύρω καταχνιάν και κρύψουν το κορμί μου. Τι πράγματ' ασυλλόγιστα! — Ήλθα, αμέσως, ήλθα. Ποιος κτυπά; ποιος είν' εκεί; ποιος σ' έστειλε; τι θέλεις; ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έξωθεν. Να έμβω πρώτα, κ' έπειτα σου λέγω το τι θέλω. Η Ιουλιέτα μ' έστειλε. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω! τότε καλώς ήλθες!
Αλλά κι' έτσι, όπως είμαι, ειμπορώ κι' εγώ να δείξω Εις τον Βίκονσφηλδ την ράχη, και τα δόντια μου να τρίξω. Προτιμώ να έμβω σώος κι' ολοζώντανος στον τάφο, Πλην την αρπαγήν της Κύπρου, ω! ποτέ δεν υπογράφω.
Εγώ εις εκείνο το αναμεταξύ, που ο βασιλεύς ευρίσκονταν μαζί με τον Αλή, ήλθα εις περιέργειαν διά να ιδώ τον βασιλέα, και απεφάσισα να έμβω εκεί που αυτός ωμιλούσε με τον Αλή. Εμβήκα λοιπόν ωσάν θυγατέρα του ζωγράφου, μην υποπτεύοντας κανένα εναντίον· μα εγελάσθηκα. Ο βασιλεύς ευθύς που με είδεν ετρώθη από τον έρωτα διά εμένα, το οποίον καταλαμβάνοντας το ετραβήχθηκα από εκεί.
Αυτοί με έβαλαν και εκάθισα κοντά τους, ολόγυρα εις μίαν μικράν πέτραν, και εστάθηκα στενεμμένος διά να φάγω και να πιώ, το περισσότερον διά να τους ευχαριστήσω· μα ευθύς εκατάλαβα ότι αυτοί ήτον κλέφτες, επειδή και άρχισαν να διηγούνται διά μια μεγαλωτάτη κλεψιά που έκαμαν· και εκεί που ετρώγαμεν, ο προεστώς τους μου επρόβαλεν αν θέλω να έμβω εις την συντροφιάν τους.
Δεν απέρασε πολύς καιρός που να μην έμβω εις τον φθόνον του προεστού της χώρας, καθώς μου προείπεν ο γέροντας. Έρχεται μίαν ημέραν ο παταλμαντζής ο βασιλικός και μου ζητεί να του φανερώσω τον Θησαυρόν μου, διά να τον κάμη βασιλικόν κατά τους νόμους. Εγώ έμεινα νεκρός να ακούσω το ζήτημά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν