Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον. Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος. Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα. Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.
Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.
Την διήγησιν του ιερέως διέκοπτεν ανά πάσαν στιγμήν ο Ανδρέας, με τας ερωτήσεις του: Πώς ενόησεν ο Παππά-Σεραφείμ ότι ο σκύλος ήτο λυσσασμένος, τι τον έκαμε, πού τον έδεσε, πώς τον εφόνευσε; Ο ιερεύς απεκρίνετο λεπτομερώς, εκ δε των ερωταποκρίσεων εκείνων ομολογώ ότι έμαθα ουκ ολίγα περί λύσσης την εσπέραν εκείνην.
Και σταίνοντας τριχαντηριού μαβρόπλωρου κατάρτι πέρα στους άμμους, έδεσε με σπάγγο οχ το ποδάρι δειλή τρυγόνα, κι' είπε ομπρός! να πάρουν τις σαΐτες. 854 Τότες γοργά σηκώθηκε ο δοξασμένος Τέφκρος, 859 σηκώθηκε κι' ο σύντροφος του Δομενιά ο Μηριόνης. 860 Και παίρνουν σείνουν τους λαχνούς μες σε χαλκένιο κράνος, κι' ο Τέφκρος πρώτος έλαχε.
Και μένεα πνέουσα, ανέστρεψε και έδεσε περί την οσφύν το έμπροσθεν μέρος της εσθήτός της, έρριψε μακράν τα σάνδαλά της διά να είνε ελευθέρα και ώρμησε προς καταδίωξιν των παιδιών.
Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω δεσιά καινούργια — και λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος — 185 κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.
Κατέβη οπίσω εις τον Κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ' αφού κ' εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον διηυθύνθη απώτερον κάπου εις την θέσιν Έρμο Χωριό, κ' εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού και πλησίον εις ένα φράκτην.
Παίρνοντας αυτήν από το χέρι, την έφερεν εις την σάλαν, και εκεί της έδεσε τα μάτια, καθώς έκαμε και του Καλίφη, και την έφερεν εις το μέγα περιβόλι, και από εκεί την έμπασεν εις το υπόγειον, όπου ήτον ο θησαυρός, και εκεί λύοντάς της τα μάτια της έδειξεν όλα εκείνα που είχε δείξει και του Καλίφη.
Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της· — Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . . «Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της. — Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη!
Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν