United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επειδή είχαν ήδη υποχειρίους τους πλείστους συμμάχους, και ημείς ήμεθα οι μόνοι προς τους οποίους ωμίλουν ισοτίμως, ήτο φυσικόν ότι εν μέσω της γενικής υποταγής μετά φθόνου θα έβλεπαν την εξαιρετικήν ημών ισότητα, καθ' όσον μάλιστα αυτοί μεν εγίνοντο οσημέραι δυνατώτεροι, ημείς δε εμένομεν πλέον απομονωμένοι.

αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοα, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, 355 και αν χρόνο σεις ολόκληρο μου ελέγετε να μείνω, όπως με στείλετ' έπειτα με διαλεμμένα δώρα, άλλο δεν ήθελα κ' εγώ• πολύ θα μ' ωφελούσε με πλούτη περισσότερα να γύρω εις την πατρίδα• αλλά και σεβαστότερος, πλειά ποθητός, θε να 'μουν 360εκείνους 'που θα μ' έβλεπαν να φθάσωτην Ιθάκη».

Το κεφάλι μου αργοκυλώντας μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά.

Λοιπόν το πλάγιασμα είναι το μόνο γιατρικό του έρωτα· πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό· χωρίς άλλο κάτι καλλίτερο από το φιλί θε νάναι μέσα σε τούτο. Ύστερ' από τέτοιους στοχασμούς, καθώς ήτανε φυσικό, έβλεπαν κι όνειρα ερωτιάρικα: τα φιλιά, τ' αγκαλιάσματα κι ακόμη όσα δεν έκαμαν την ημέρα τα κάμανε στ' όνειρό τους· ήτανε πλαγιασμένοι γυμνοί.

Κι' άμα τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Αχ, γέροντα, όπως μέσα ο νους σούναι μεστός στα στήθια. έτσι το χέρι ας σ' άκουγε, τα κότσα ας σου βαστούσαν! Μόνε τα έρμα γερατιά σε τρων... που να θε πιάσουν 315 κάνα άλλονε, και με τους νιους να σ' έβλεπαν εσένα

Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.

Αφού έφαγαν εις μίαν ώραν όλην την κάππαριν και όλα τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, όσαι ήσαν φυτρωμέναι εκεί, έβλεπαν καλώς ότι, διά να ξαναβοσκήσουν, έπρεπε να περιμείνουν εβδομάδας ή μήνας τινας, εωσού ξαναφυτρώσουν πάλιν άλλη κάππαρις και άλλα κρίταμα. Τούτο το έπαθαν διά να έχουν την κακήν συνήθειαν να μη ζητούν ποτέ την άδειαν του αιπόλου, εις όλας τας κινήσεις των και τα σκιρτήματά των.

Τα όνειρα ταύτα τα έβλεπαν εις τα ξυπνητά και τα εξέφεραν μεγαλοφώνως, εις επήκοον της γειτονιάς όλης. Και οι μεν νέοι και τα κοράσια εγέλων με πλατύ στόμα, όταν τα ήκουον. Αι δε γεροντότεραι και φρονιμώτεραι γειτόνισσαι τας επετίμων, συμβουλεύουσαι αυτάς να μη έχωσι τοιαύτας ιδέας.

Και όσο γερνούσαν τα κορίτσια του, τόσο περισσότερο ο ντον Τζάμε απαιτούσε από εκείνες μεγαλύτερη αυστηρότητα στο ήθος. Αλίμονο αν τις έβλεπε να προβάλουν στα παράθυρα που έβλεπαν στο σοκάκι πίσω από το σπίτι, ή αν έβγαιναν χωρίς την άδειά του. Τις χαστούκιζε λούζοντάς τες με βρισιές και απειλούσε με θάνατο τους νεαρούς που περνούσαν δυο συνεχόμενες φορές απ’ το σοκάκι.

Γελούσανε γλυκά, γλυκά, Κι' ο ουρανός γελούσε. 'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν Πως έψαλαν πουλάκια. Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν, Κ' επέρνανε φιλάκια. Φιλιώνταν και μια μυρωδιά Λιβάνου μου περνούσε. Παρά κοντά τους δεκαφτά, 'Σάν Νύμφαις Ορειάδες, Ερχόντανε γελούμεναις. Ταις έβλεπαν αι Μούσαι Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους Μια ψιλοτραγουδούσε, Και την κιθάρα έπαιζε. Τι νιάτα!...Τι 'μορφάδες!...