United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι ομολογούμενον ότι η Ζωγραφία, η Γλυπτική, η Αρχιτεκτονική, η Ποίησις, και η Μουσική, οσάκις διά του αισθήματος του αληθώς ωραίου και καλού κρούωσι τας υψηλάς και ευγενείς χορδάς της ψυχής, ανυψόνουν το φρόνημα, εξευγενίζουν την καρδίαν, και πολιτίζουν τα έθνη.

Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.

Να, όλοι είναι εδώ: ο ντον Τζάμε γονατισμένος στο προσευχητάρι της οικογένειας και λίγο πιο πέρα η ντόνα Λία χλωμή μέσα στο μαύρο της σάλι, όπως η φιγούρα ψηλά στην παλιά ζωγραφιά που όλες οι γυναίκες κοιτάζουν κάθε τόσο και που μοιάζει να προβάλλει πράγματι σε ένα μαύρο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Κάποια φιγούρα ψαρά διαγραφόταν ακίνητη σαν να ήταν διπλή ζωγραφιά: μια επάνω στο πράσινο της όχθης και μια άλλη επάνω στο πράσινο του νερού που λίμναζε ανάμεσα στις άσπρες κροκάλες. Αν και ήταν νωρίς όταν έφτασε στο χωριό, ο Έφις είδε την τοκογλύφο να γνέθει στην αυλή της, ανάμεσα στα παχιά γουρουνάκια και στα ερωτευμένα περιστέρια και τη χαιρέτησε κάνοντας της νόημα ότι θα περνούσε αργότερα.

Ας ιδούμε λίγο ακόμα την ψυχή μας ιστορημένη απάνω στα χιόνια των βουνών από σαςχρώματα! Είστε σεις η ιστορία των κρυφών μας και των ανείπωτων καϋμών. Σε σας διαβάζομε το εσωτερικό μας παραμύθιεσείς μας δίνετε τη γιγάντια ζωγραφιά της ψυχής μαςστο άπειρο, τελευταία χρώματα του ήλιου!... Τελευταία σύννεφα που ανάψατε!

Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.

Φαίνονται να χαίρουνται για τον ερχομό μου, φαίνονται πως στολίστηκαν για μένα. Μπροστά στα μάτια μου τόρα, που σου γράφω, έχω μια χαριτωμένη αγροτική ζωγραφιά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Από την πλατεία κάτω με κοιτάζουνμε κοιτάζουν; όχι, η λέξη δε λέει τίποτε, με κατατρώγουν με τα μάτια, ήθελα να πω, ένα σωρό επαρχιώτες, καθισμένοι στ' αντικρυνό καφενείο.

Εντός περιθωρίου εκ σταυρών και κρανίων μικρών, εναλλάξ συνδεομένων εν είδει αλύσεως, η ζωγραφία παρίστα κτίριον μικρόν, οποίον τα εξοχικά παρεκκλήσιά μας. Αλλά δεν εφαίνετο απλούν παρεκκλήσιον. Ήτο τάφος.

Ντυμένο μες τους αθογαλερούς αφρούς, χωμένο μες τ' αμάλαγα μπαμπάκια το χωριό, εφάνταξε πανώρια ζωγραφιά, θεόγραφτη, κρεμάμενη στου χιονισμένου του βουνού τον κάτασπρον το ρόβολο.

Symonds μιλώντας για τη μεγάλη εκείνη εικόνα του Mantegna, που είναι τώρα στο Hampton Court, λέει ότι ο καλλιτέχνης μετέτρεψε ένα αρχαιολογικό μοτίβο σε θέμα μελωδιών γραμμής. Το ίδιο μπορούσε να λεχθή παρόμοια δικαίως για τη σκηνή του κ. Godwin. Μόνον οι μωροί τ' ωνόμασαν αυτοσχολαστικότητα, μονάχα όσοι δεν ήθελαν να ιδούν ή ν' ακούσουν είπαν ότι το πάθος του έργου σκοτώθηκε από τη ζωγραφιά.