United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γλυκοχάραζε σαν αρχίσαμε να ξεπλύνουμε, ο γέρος τις ματωμένες τις πλάκες έξω, και γω τα ματωμένα τα σανίδια μες το καλύβι. Και σαν έβγαιν' ήλιος απάνω στα κατάβρεχτα τα βουνά, και γελούσε πάλι ο κόσμος, εμείς καθίζαμε πρώτη φορά ύστερ' από τόσες κατάμαυρες ώρες, αγρυπνισμένοι, αποσταμένοι, τρομασμένοι, και με καρδιές ραγισμένες. Τι να σου τα λέω τάλλα, παιδί μου!

Ο Δούκας για να γλυκάνη τον πόνο του διάταξε να του φέρουν στο ιδιαίτερο δωμάτιό του το χαΐδεμένο σκυλλάκι του που με μαγεία στης θλιβερές ώρες, εγοήτευε τα μάτια του και την καρδιά του. Σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο με ευγενική και πλούσια πορφύρα, ετοποθέτησαν το σκυλλάκι του Πτικρού. Ήταν ένα σκυλλί μαγεμένο: μια νύφη το είχε στείλει από το νησί Αβαλλόν στο Δούκα για δώρο ερωτικό.

Μα τέτοια δουλειά δεν είναι του καθενού, και μάλιστα ανθρώπου που σκοπεύει τις λίγες αργές του ώρες να τις περάση δηγώντας την καθαυτό ρωμαίικη ιστορία, κι απάνω στη δήγησι σημειώνοντας και μερικούς στοχασμούς, ίσως και γίνουν αφορμή και μας βγουν άλλες πιο σπουδαιότερες μελέτες κατόπι, κι όχι μονάχα της ιστορίας μαςτέτοιες ίσως δε μας λείπουνε —, μα μελέτες και του πιο δυσκολοξήγητου, θαρρώ, λαού που φάνηκε στον κόσμο, του ρωμαίικου του λαού.

Το χωριό των ξενιτεμένων είταν άλλες έξη ώρες πέρα από τα Γιάννινα.

Όταν είναι καλοκαίρι, ο ήλιος φέγγει για όλο τον κόσμο, τα δέντρα, για όλους πρασινίζουν· ένας λαός, στις καλοκαιρινές του τις ώρες, δεν ξέρει τέτοιες νοστιμάδες και δεν έμαθε ακόμη να πουλή σοφίες.

Ο Φακύρης επάσχισε να του φανερώσω το αίτιον της ευτυχίας μου, εγώ δε τον επίστευσα άδολον, και του εδιηγήθηκα τα πάντα, από την αρχήν έως εκείνες τες ώρες, και του επερίγραψα και την μεγάλην ωραιότητα της βασιλοπούλας. Ο Φακύρης αφού έδειξε πως ήτον πολλά θαυμασμένος εις τα όσα του εδιηγήθηκα μου λέγει· Ταλμούχ, εσύ μου παρουσιάζεις ένα κάλλος τόσον υπερβολικόν, που διστάζω να το πιστεύσω.

Και μπήκε ο Χασάν Αγάς στον πύργο, και πήρε την ακρογιαλιά ο Ηλίας και πήγαινε, όχι στη μάννα που τον απάντεχε, μόνο στις ιτιές, κοντά στο ποτάμι. Εκεί τριγύριζε, αναστέναζε, ανέβαινε, κατέβαινε, κάθιζε, σηκώνουνταν, ώσπου βασίλεψ' ο ήλιος και σκορπίστηκαν ταστέρια στον ουρανό. Και παραμόνευε την Πούλια, και μετρούσε τις ατέλειωτες ώρες. Σα ψέμα του φαινότανε.

Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ναγοράση τα μπαγιάτικά του λουκούμια. Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάννας!

Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη! . . Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες! Πιπ.

Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα . Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα.