United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλύβα!... Βακογιάννη!... Δέκα χιλιάδες με κρατούν... Σχωράτε με... πεθαίνω. Και δεν επρόφτασε να 'πή τον ύστερό του λόγο Πούχανε βγη τα δυο θεριά και τάχε αρπάξει η φλόγα. Κρύβεται ο ήλιοςτα βουνά. Τα πλάγια σκοτειδιάζουν Και μένουν έρμα τα Θερμιά... Νεκρύλα... βουβαμάρα.

Στο ύστερο μου λέει: «Σαν τόνε θες, εσύ παπά, χριστιανό, χάρισμά σου. Ας μείνη στην πίστη σας. Και καλά 'καμες κήρθες γλίγωρα, γιατί, α μαθητευότανε πως ετούρκεψε, δε θα μπόριε μπλειο να ξετουρκέψη. Τόσο βάρος έφυγε από το στήθος του Σιφογιάννη και τόση χάρη γνώριζε για το γλυτωμό του, που ευχήθηκε για τον τύρανο: — Ο Θεός να του δώση τσοι χρόνους που μούκοψε!

Γιατί 'νε ψώμ' αυτό που σου 'πε. — Δε μου το 'π' αυτή μόνο ... — Όσοι κιάν το 'πανε ψώμα 'νε, επέμεινεν ο Σαϊτονικολής, κιάφησέ την αυτή την κουβέντα ... Σόλο το ύστερο κιάν το 'πε ο Τερερές, ας το 'πε. Για να δούμε, μπορεί και να το κάμη; — Αρνί 'μ' εγώ να με μπουζιάση; παρετήρησεν ο Μανώλης. — Σώπα συ! του είπεν αυστηρώς ο Σαϊτονικολής.

Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχτακάλιασμα είταν της πικραμένης της μάννας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και περίκαλλης γυναίκας του. Η ξενιτεμένη συνοδεία τράβησε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί, συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν προς το χωριό.... Αλλά λίγο έλειψε να λησμονήσωμε τον καημένο τον Γκεσούλη! — ένα σκυλλί. —

Ο πυρετός την έλυονε νύχτα μέρα, ο βήχας την έπνιγε κέβγαζε καίμα από το στήθος. — Εγώ, είπε η μητέρα μου, θα σου 'λεα να πας να τη δης, μα η γιαρρώστεια τση, παιδί μου, είνε κολλητική και φοβούμαι. Θα πάω 'γώ και φτάνει. Δεν μπορώ να μην πάω. Στο ύστερο δικολογιά μας είνε.

Ακόμη επερίμενα, μα θόρυβος κανείς, και έσβυνε 'στον ουρανό το ύστερο αστέρι, και γύρω γύρω έβλεπα ωσάν μονομανής . . . τι αναμνήσεις αλγεινάς αυτή η νυξ με φέρει! Το άρμα ακτινοβολεί του Φοίβου 'στον αιθέρα, κι' ακόμη το παράθυρο εκείνο δεν ανοίγει . . . ω συμφορά ανέλπιστος! . . . η λατρευτή μου Βέρα είχε προ δύο ημερών εις την Ροστόβην φύγει!

Δεν εσυλλογίστηκε πλιότερο από τούτην την φοράν, ο Λογιότατος Ταξιδιότης, μόνε ξυπνώντας ως το ύστερο από τους βαθιούς στοχασμούς του, θελά σε παρακαλέσω, είπε του Γέροντα, να μου φανερώσης την γνώμη σου και σε τούτο, τι λογής να ορθογράφωμε.

Θαρρώ πως εμέθυσες και θωρείς άλλα των άλλων, είπεν ο Τερερές, προσποιούμενος αδιαφορίαν. — Εκείνο που σου λέω. Για ξάνοιγέ τσοι και θα δης πώς παίζουνε τα μάτια των σαν άστρα ... Να, είδες τηνε πώς του 'χαμογέλασε; Ο Τερερές από κίτρινος έγεινε πράσινος. — Αι! κείντα με γνοιάζει μένα σόλο το ύστερο; είπεν. Αδερφή μου δεν είνε.

Θες να γενής έτσα πούν' η Βαγγελιά, να κιτρινίσης και να λυόσης σαν το κερί, να βήχης και να ξερνάς αίμα, να μη μπορής να σύρης τα πόδια σου από την αδυναμιά, να φοβούνται οι αθρώποι να σου σιμόνουν και στο ύστερο ν' αποθάνης, χωρίς να χαρής τον κόσμο; Το θάρρος μου βρέθηκε απροετοίμαστο ναντιμετωπίση τον κίντυνο, όπως τον παρουσίασε σε μια φοβερή εικόνα η μητέρα μου.

Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό. — Και τον εσκότωσες, σκυλί;