Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

Κ' έβγαιναν 'ςτόν ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν την δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο κι οπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.

Με τα βιολιά τώρα, με τες χαρές και με τα τραγούδια που κάμανε πέρα, σμιγμένοι και χωριστά οι άνδρες από τες γυναίκες, δεν παράλλαζαν από συμπεθεριό κι από ψίκι. Ένα μοναχά. Οπ' ούτε νύφην ούτε γαμπρό πήγαιναν για να πάρουν. Με τες τριχιές ριγμένες πισόπλατα, είτε κρεμάμενες από τα χέρια, πήγαιναν για τα μάρμαρα.

Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ' αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ' αγριοπρίναρα οπ' αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα.

Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γρηά Μορισίνα. Εκείν' η παροιμία που ακούσαμε απ' το στόμα της: «Τρεις οπ' σ' έχω...κτλ.», ήτον μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γείνη ο αρρεβώνας, του ίδιου ταντρόγυνου, είχε 'πή: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται.... »

Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• «Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρροςάνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 και από το δώμα διώξη σετο αίμα βουτημένον».

Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540

Πετάξου κι' ως τες μάντρες Μη γέννησεν άλλη καμμιά. — Ο γέροντας ο ίδιος. — Γειά και χαρά σας, ρε παιδιά. — Καλώς τον Μπαρμπατόλιο. Βρέχει όξω, Μπάρμπα; — Μοναχά; Για ιδέςτην κάπα χιόνια. Κ' είμαι ζυφτάρι απ την κορφή ως τα ποδόνυχά μου. Τι κοσμοχάλασ' είνε αυτή! Νερό μαζί και χιόνι, Ένας κατάματος συρμός, ένα κακό δρολάπι! Έχ' όπ' γυρίζω οχ' την αυγή.

Βογγάει άγρια στο πλευρό του το θυμωμένο ρέμμα γιομάτο αφρούς και φοβέρα, κρέμονται απανουθιό του οι κοκκινόβραχοι του γκρεμού σαν ατίναχτ' αστροπελέκια, γύρου το περιζώνουν λίγ' αγριοπρίναρα οπ' αρματώνουν τον τραχιόν εκείνο ριζό και κάτου απλώνεται ολάνοιχτος ο παχιός και καρπερός κάμπος ως την Πάργα κι ως την Παραμυθιά πέρα. Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας.

Ελύγαε σαν την οχιά το κορμί του κ' εσήκωνε τη μαλλιαρή ουρά πίσω, όπ' έπεφτε ανεμισμένη κι' αστραφτερή, σαν καταρράχτης λαγκαδιάς, μέσα σε σκοταδερή νύχτα, οπ' αναλάμπειτην αριάν αστροφεγγιά. Τα πόδια του τ' ανεμόφτερα δεν επατούσαν ολότελα γη, κ' ελαμποκοπούσαν και τα τέσσερ' ασημοπέταλά του.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν