Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Ώστε μίαν πρωίαν η μητέρα της εισελθούσα, — ελησμόνησε να κλειδώσητην εύρεν έτσι γονατιστήν, μ' επηρμένας χείρας ικέτιδας, άγαλμα έξοχον της Προσευχής, αγαθού λιθοξόου, μισοκοιμισμένην, ψιθυρίζουσαν ως εν ονείρω προς την Πανάμωμον Δέσποιναν. — Αν είνε μάγια, Παναγία μου, λυπήσου με, και χάλασε τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία μου!

Δεν εθεωρείτο δε ταπεινωτικόν το υπούργημα τούτο, ώστε ηδύνατο ο Ρωμαίος να εισέλθη μετά δαυλού εις χείρας, και να μη εκληφθή ως υπηρέτης. Αλλά συχνάκις ηναγκάσθην να υποχωρήσω ενώπιον της δυσκολίας και να παραλείψω αυτά. Εννοείται δε ότι λογοπαίγνια δεν μεταφέρονται επιτυχώς από μιας γλώσσης εις ετέραν.

Νομίσας δε ο Ινταφέρνης ότι έλεγον ψεύματα έπραξε τα εξής· έσυρε τον ακινάκην και έκοψε τα ώτα αυτών και τας ρίνας· έπειτα δέσας τας χείρας των και περάσας περί τον λαιμόν των τον χαλινόν του ίππου του τους άφησε συνδεδεμένους. Εκείνοι δε δεικνύοντες εαυτούς εις τον βασιλέα, είπον την αιτίαν δι' ην έπαθον τα παθήματα εκείνα.

Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα. — Για δω; — Για δω·Και πώς δεν ήρθε; — Πώς δεν ήρθε μαθές; — Τι γείνηκε; — Τι γείνηκε, σ' ερωτώ κ' εγώ! Εναγώνιος ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα συνήψε τας χείρας εν απογνώσει. — Τι να έπαθε τάχα; — Πού είνε τος; — Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νάρθης και συ; ήρχισε να παραπονήται η Αφέντρα.

Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.

Έτσι λέγοντας επρόσταξε τον βεζύρην να δοθή ο Φακύρης εις τας χείρας του δημίου διά να τον κάμη τέσσαρα κομμάτια.

Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.

Κάτω οι άνθρωποι ατάραχοι έβλεπον την προσεγγίζουσαν λέμβον. Τινές δ' άλλοι προσήρχοντο δρομαίοι, αντί όπλων, ως ανέμενεν ο λιμενάρχης, κρατούντες εις χείρας πινάκια κίτρινα και πράσινα του Τσανάκ-καλέ. — Είνε ο γρίπος, εφώνησε θριαμβευτικώς ο Γέρω-Γιάννης, βλέπων μετά προσοχής την πλησιάζουσαν μεγάλην και πολύκωπον λέμβον. — Μα έχεις μια μύτη, Γέρω-Γιάννη! — Και μάτια και αυτιά, κ. δήμαρχε.

Λιόββα η αγίαήχησεν εν τη αιθούση, πάντες αφήκαν κύβους, ποτήρια και γυναίκας, ίνα ενατενίσωσιν εις εμέ. Οι μεν ησπάζοντο τα άκρα της ζώνης, οι δε των ποδών μου τα ίχνη, μόνος δε ο αυτοκράτωρ τας χείρας.

Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσον εύγλωττος, ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας του κλείθρου, υπήγε να καθίση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν