Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Ο όλεθρος ήθελε γένει γενικός και υποκάτω ακόμη εις τα κανόνια των Ελληνικών πλοίων, εάν ο Νικόλαος Ζέρβας δεν εμπόδιζε με το σπαθί εις τας χείρας τους φεύγοντας και δεν τους εμψύχωνε με το παράδειγμά του διά να συσσωματωθώσι και ν' ανθέξωσιν εις τας εχθρικάς προσβολάς.

Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης; Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν. Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!

Αλλ' όχι, δεν έπρεπε, να τ' αφήση να της διαφύγουν! έπρεπε πάση θυσία να τα βάλη πάλιν εις τας χείρας της· να την κάμη την πομπιομένη τη Μάρω, που άφινε την μάνα της, εκείνην που την εγέννησε, χάριν του Γιάννου, να την κάμη για τ' αλάτι.

Τον εύρομεν εισέτι περιπατούντα, πάντοτε ταχέως, πάντοτε τας χείρας όπισθεν, τους οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους επί του άκρου του σιγάρου του, του οποίου το ήμισυ δεν ήτο παρά λευκή τέφρα, αλλά τέφρα στερεώς κρατουμένη εις το ακαές μέρος και ακριβώς το αυτό σχήμα του χονδρού σιγάρου διατηρούσα.

Ο Νέρων απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν ενθουσιώδη ανεφώνησε: — Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν καιομένην.

Βάστα, Μαριγούλα, εχαιρέτισεν ο ναύκληρος, παραθαρρύνων τον καπετάν-Γιακουμήν, υπό τας μουσικάς χείρας του οποίου εγλυκοστέναζε το χρυσοστόλιστο τσιβούρι, μαλακά ερειδόμενον επάνω εις το στήθος του, τορευτόν, χρυσοκέντητον.

Ο Δημήτρης εσκέφθη να ζητήση από τον Νάσον τας τριακοσίας δραχμάς και ούτω να τ' αποκτήση πάλιν όλα. Αλλ' ευθύς ανελογίσθη ότι ο Νάσος δεν είχε παρά ογδοήκοντα πρόβατα· χρήματα ούτε λεπτόν. Οι βλάχοι τρεις φοράς καθ' όλον το έτος βλέπουν χρήματα εις τας χείρας των όταν πωλούν το τυρί, το μαλλί και τ' αρνία των.

Αυτές πρέπει να είνε η εγγονές της Αγάλλαινας και της συμπεθέρας της, της Μωσκαδώς. Είνε Κυριακή, και γι' αυτό φορούν άσπρα φουστανάκια. Είνε όλες καλοκαμωμένα κορίτσια, ώμορφο σόι, επέφερεν ο Νικολός. Άμα μας είδαν, αι τρεις κορασίδες εκοντοστάθηκαν, και δεν εβάδιζαν ούτ' εμπρός ούτ' οπίσω. Εκρατούσαν κανατάκια εις τας χείρας των.

Ούτος είχε λάβη την αστικήν αρχιερατείαν από τας χείρας των Ρωμαίων, και συνεμερίζετο την εξουσίαν και τας τιμάς μετά του Άννα ή Χανάν του πενθερού του, από τον οποίον οι Ρωμαίοι είχον αφαιρέσει την αρχιερατείαν, αλλά τον οποίον οι αυστηρότεροι Ιουδαίοι εθεώρουν ως τον αληθή αρχιερέα. Ο Καϊάφας εντοσούτω ήτο κατ' εκείνον τον χρόνον ονόματι και κατ' επίφασιν μέγας αρχιερεύς.

Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν