Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Την επαύριον ανεχώρησεν ο Χαγάνος, αφού κατέστρεψε τας μηχανάς του και ανήγγειλε διά κήρυκος εις τους κατοίκους ότι έμελλε να επανέλθη διά να τους εξολοθρεύση. Αλλά συγχρόνως εζήτει συνέντευξιν μετά του Βώνου. Εκείνος απήντησεν ότι ο αδελφός του βασιλέως Θεόδωρος επέστρεφε νικηφόρος από τον πόλεμον και έμελλε να μεταβή μετ' ολίγον εις την χώραν του Χαγάνου διά να συνεννοηθή μετ' αυτού.
Τι σφήνα ; Μαχαιριά ήταν μέσα στο κορμί του. Έκατσε στο σοφά ο Χαγάνος, έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κ' έπεσε σε φοβερούς στοχασμούς. Τέτοιο πράμα δεν το πάθανε ποτέ οι δικοί του· ούτε κι ο ίδιος το περίμενε. Δεν ήταν τόλμη· ήταν ξαδιαντροπιά. Αποδώ λοιπόν ερχόταν ο κίντυνος κι όχι από τους αρχαιολόγους! — Σύρε να μου φέρης το Θεομίσητο· επρόσταξε άγρια το δούλο του.
Κι αν τον ονομάση κανείς με το παλιό του όνομα το παίρνει για βρισιά· γίνεται σκυλί. — Γιατί με ζαλίζεις μ' αυτόν τον παλιάνθρωπο; είπε βαριεστισμένος ο Αριστόδημος. — Παλιάνθρωπος ναι, δεν το κρύβω. Μα ξέρεις τι κατάφερε; πήγε και καλλιέργησε το χτήμα του Χαγάνου — το χτήμα μας. — Και τι με μέλλει μένα; ας φροντίση εκείνος. — Ο Χαγάνος δεν το ξέρει· μα και να το μάθη λίγο τον μέλλει.
Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους. — Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος σιγαλά στο διπλανό του. — Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας. — Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.
— Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;
Όπως είχαν τα πράγματα τότε, ο αυτοκράτωρ την ανάγκην ποιούμενος φιλοτιμίαν, εφάνη ευχαριστημένος από την απάντησιν του Χαγάνου. Αλλ' ο Χαγάνος και ο από των Περσών της Μικράς Ασίας κίνδυνος και η απορία χρημάτων δεν ήσαν τα μόνα κακά, κατά των οποίων επάλαιεν ο αυτοκράτωρ. Είχε και πολλούς ευπατρίδας φανερά ή κρυφίως αντιπολιτευομένους κατ' αυτού.
Ο Χαγάνος εγνώρισε τη Ροδόπη και τον πήρανε τα δάκρυα. Τι σκοτωμός που έγινε ώσο να το πάρουν αυτό το βουνό! Μα τώρα φέγγει από τις τριανταφυλλιές! Μην είνε τάχα το αίμα των δικών του και στολίζει ακόμα την έρημη πλαγιά; — Διαολεμένος άνθρωπος, αλήθεια· εψιθύρισε αναστενάζοντας. — Δε φαντάζεσαι, αφέντη! Άμα βάλη κατιντί στο νου του δε μπορεί τίποτα να τον μποδίση. Από λόγια δεν ξέρει.
Κ' η τροξαλίδα κρυμμένη κάπου, λαλεί το τραγούδι της νυχτόημερα, το μονότονο τραγούδι της, τρι — τρι — τρι — τρι, στο χαλασμό και το θάνατο χαιράμενη: — Φάτε — φάτε το ρημάδι, κουτοπόνηροι· σαν αύριο χαθή πού θα πάτε να ζήστε· πού θα πάτε; — Σ' άλλο ρημάδι! σ'άλλο ρημάδι!... Ίδια στο απέραντο χτήμα, ίδια στο πλατύχωρο παλάτι του ο Χαγάνος.
Τις προάλλες που πήγα ναν του μιλήσω, μου γύρισε τις πλάτες. — Να πας στο Μορφόπουλο, μου λέει· αίμα δικό του είναι· δεν είναι δικό μου ...» — Και καλά λέει. Τ' έχει να κάμη ο Χαγάνος στο κορίτσι μας; — Το ξέρω που δεν έχει να κάμη. Μα βλέπεις κ' οι Μορφόπουλοι την αρνιούνται. Όχι την αρνιούνται, μα τη μισάνε κι όλα. Από τότε που πήρανε το χτήμα δε θέλουν να την ξέρουν.
Μετά πολλής περιφρονήσεως, αγερωχίας και απειλών ελάλησεν ο Χαγάνος προς τους πρέσβεις, ειπών ότι έμελλε μετ' ολίγον να λάβη και παρά των Περσών επικουρίαν, και μόνην χάριν εις τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως απονέμει να εξέλθουν της πόλεως φέροντες έν υποκάμισον και να μεταβιβασθούν εις την Ασίαν, όπου οι σύμμαχοι του οι Πέρσαι θα τους άφιναν ελευθέρους να μεταβούν όπου ήθελαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν