Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος: — Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά, γιατί θα μας τα φάη. — Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος. Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα.
Ζυγώνει ο Ρουφίνος να τους μιλήση και να τους καλοπιάση για να τους έχη μαζί του ανίσως και ταίριαζε να σκαλώση στο θρόνο, και κει απάνου του μπήγουνε μερικές σπαθιές, και πέφτει χάμω νεκρός. Πήρε τότες το κεφάλι του ο όχλος και τόσερνε μέσα στους δρόμους.
Έκανες εδώ, άκουες τ' όνομά σου· έκανες εκεί έχανες τη σκούφια σου. Έσκυφτες χάμω κ' αισθανόσουν άξαφνα φοβερή σφίνα να σου χωρίζη τα μηριά. Ευρέθηκαν άνθρωποι που εγύρισαν ημέρα — μεσημέρι θεόγυμνοι στα σπίτια τους.
Και σα ναπαντούσε γι’ αυτόν, πρόσθεσε με βία : Στην κουζίνα είναι πλάκες και δεν έχομε στρίποδα. . ούτε και ρούχα- Να πέση στο κρεββάτι μαζί σου κ' εγώ στρώνω χάμω.
Έβγαινε όξω, κάθιζε χάμω στο λιβάδι και παρατηρούσε με τη μεγαλήτερη περιέργεια τι γινόταν εκεί μπροστά του.
29 Ιουνίου. Προχθές ήλθεν ο ιατρός από την πόλιν εδώ έξω προς τον έπαρχον και με ηύρε χάμω ανάμεσα στα παιδιά της Καρολίνας, ενώ μερικά εσκάλωναν επάνω μου, άλλα με επείραζαν, και εγώ τα εγαργάλιζα, και μαζί μ' αυτά έκαμνα μεγάλον θόρυβον.
Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.
Όταν ο γιατρός ήρθε στον δυστυχή, τον βρήκε χάμω χωρίς ελπίδα να σωθή· ο σφυγμός εκτυπούσε, τα μέλη του ήσαν όλα παραλυμένα. Είχε μια σφαίρα στο κεφάλι πάνω από το δεξί μάτι, τα μυαλά του ήσαν πεταμένα έξω· ως εκ περισσού του άνοιξε μια φλέβα στο βραχίονα, το αίμα έρρεε ανέπνεε ακόμη.
Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα. Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι· — Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη· — Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Η
Όταν ανέβηκαν, αρχινάει ο παπάς να ψέλνη, κι αρχινάει να ξορκίζη και να διαβάζη της Παναγιάς τους ήχους. Καμιά φορά έφτασαν στη βάρδια. Μπροστά ο παπάς, πίσω οι χωριανοί, ξεφράζουν την ποριά και μπαίνουν με τρόμο φοβερό στου πύργου το περβόλι. Κάνουν έτσι, ψάχουν εδώ, ψάχουν εκεί· τηράνε σε μια συκιά αποκάτου· τι να ιδούνε! το μαβρο-Λίακα τον άμοιρον, ξαπλωταριά χάμω, ξανάστροφα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν