Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ονόματα, ονόματα κατρακυλούσανε μέσα. — Μαλάααμος! — Σαροδήηημος! — Βαρδαλάαας! Η υπηρεσία, στο σχήμα του σκοπού, σέρνοντας το σπαθί στο πλευρό και κινουμένη με άκαμπτο βήμα καλούσε τους ναύτες. Αν όμως η φωνή ήτανε φιλική, είχεν άλλο τόνο. Την καταλάβαινε χωρίς καμιά δυσκολία. Της έλειπεν η έμφαση· τονιζότανε μαλακώτερα και τις περισσότερες φορές ακουότανε στην κλητική: — Μασούρα! — Καραδημάκη!
Ω πολυαγαπημένη μου! σ' αυτή την κατασπαραγμένη καρδιά μου συχνά εισέδυσε η τρελλή ιδέα . . . να γείνη το τυχερό μου; Όταν ανεβαίνης στο βουνό καμμιάν ωραία καλοκαιρινή βραδειά, τότε θυμού εμένα, πως ανέβαινα τόσες φορές από την κοιλάδα, και τότε ρίξε βλέμμα προς το κοιμητήριο εκεί πέρα στον τάφο μου, που επάνω του ο άνεμος θα κινή τα ψηλά χόρτα εις τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, Ήμουν ήσυχος όταν άρχισα· τώρα, τώρα κλαίω σαν παιδί βλέποντας να έρχωνται γύρω μου αυτές η ζωντανές εικόνες . . . »
Σ' άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τες ηλιοφανιές κι' έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυο τα ματόφυλλά σου όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί!» Ήρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ' απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα.
Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων εκδοτών.
Ο Καπετάν-Μοναχάκης στη θέσι του μουσκεμμένος ως το μεδούλι, ροκανίζοντας καμμιά γαλέττα στο πόδι, άγρυπνος τώρα δυο νύχτες. Τα κόκκαλά του αρχίνησαν να τον πονούν. Κάθε τόσο κατέβαζε τα χέρια του ξαφνικά, σαν να τον τρυπούσαν με καρφιά, κ' έτριβε μαλακά-μαλακά τα μεριά και τα γόνατα. — Δεν πας να γύρης λίγο, καπετάνιο; Θαρρωστήσης, του είπε ο τιμονιέρης ένα-δυο φορές.
Κι ενώ τον άκουα, συλλογιζόμουνα πόσες φορές στη ζωή μου, σε πόσες ευτυχισμένες και σε πόσες θλιμμένες νύχτες, ο ίδιος πάντα, χωρίς να βλέπω από πού έχυνε τριγύρω μου το ίδιο τ' απαράλλαχτο και μονότονο τραγούδι του, χωρίς να τον νοιάζη και να πολυσκοτίζεται με την ζωή που τον τριγυρίζει, με την φύση που την νανουρίζει απαλά, με την ευτυχία και με τη δυστυχία γύρω στη μικροσκοπική εξοχότη του.
Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.
Μάλιστα και κάτι πιο μακρήτερα πήγανε· διαβάζοντας δηλαδή του Προκόπιου το ρητορικό ρητό, πως «μύριες μυριάδες μυριάδων» απόθαναν, — που δίχως άλλο το είπε για ναποδείξη τι κακός άνθρωπος είταν ο Ιουστινιανός, το πήρανε λέξη με λέξη, έκαμαν το λογαριασμό, κ' έτσι βγήκε πως ο πληθυσμός στο Βυζαντινό Κράτος θάτανε αλάκερο μιλλιούνι φορές μεγαλήτερος από τον πληθυσμό του σημερνού του κόσμου!
Πολλές φορές τ' άκουα να παραμιλούν ωσάν να ωνειρεύουνταν μεγαλείτερα κομμάτια ψωμί. — Το όνειρο του ψωμιού το επήρες από την «Κόλασι» του Δάντε. — Το Δάντε δεν τόνε ξέρω. Ξέρω μόνο πως δεν υπάρχει χειρότερη κόλασι, παρά να βλέπης να υποφέρουν εκείνοι που αγαπάς και να μη μπορής να τους βοηθήσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν