Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ο θορυβώδης κοχλασμός των λεβήτων θα την εκκωφαίνη, οι σαρκασμοί και οι γέλωτες των δαιμόνων θα την κάμνουν ν' ανατριχιάζη, οι στόνοι κ' αι κραυγαί των βασανιζομένων θα την καταθλίβουν, το σύφλογο της μαύρης φωτιάς, η οποία καίεται αδιακόπως άνευ αναλαμπής, θα την αργοψήνη και ο καπνός, μαύρος και δυσώδης θα την κάμνη ν' ασφυκτιά.
Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...
Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345 Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.
Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά. Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν.
Είτα, αφού απέλυσεν η λειτουργία, ο παπάς έπιε τον καφέν και την ρακήν του, έξωθεν ακριβώς της θύρας του ναΐσκου, εις το ύπαιθρον, πλησίον της φωτιάς της αναμμένης διά την υπηρεσίαν του θυμιατηρίου, και διά το ζέον, απεχαιρέτισε την γυναίκα και απήλθεν.
Πώς φαίνεται οχ το πέλαγο σε λαμνοκόπους λάμψη 375 φωτιάς που καίει, και καίει ομπρός σε προβατήσα στρούγγα σ' όρος ψηλά, ενώ άνεμος τους νάφτες στανιοσπρώχνει στα στήθια απάνου στου γιαλού αλάργα απ' τους δικούς τους· έτσι έφτανε ως στον ουρανό κι' η λάμψη οχ την ασπίδα τη λαμπροσκάλιστη. Έπειτα το κράνος βαριασκώνει 380 και το φοράει στην κεφαλή.
Μόνον ο καταρράχτης της σιμοτινής λαγκαδιάς θορυβούσε τα σκότη. Φυφύριζαν τα βρεμμένα ξύλα της πύρας μας κ' η απλωτερή λάμψη της έβαφε με το πορφύρινο χρώμα της τα κοτρώνια και τες όψες μας, που καθόμασταν αραδαριά σταυροπόδι ολόγυρά της. — Τι χάση κόσμου που ήτον αυτή! Λέει ο Μαρμπούτας, αναγυρίζοντας τα σύδαυλα της φωτιάς. — Τέτοια νεροποντή ποτέ δε με μετάχε βρη, λέει ο Πολιάνος.
Τα βουνά απέναντι και στο βάθος της κοιλάδας έμοιαζαν με ηφαίστεια: σύννεφα καπνού αυλακωμένα από ωχρές φλόγες κι έπειτα πίδακες γαλαζωπής λάβας και στήλες φωτιάς ανέβαιναν πέρα μακριά, από τη θάλασσα.
Σα να μην έσωνε το κακό της φωτιάς, έμπαινε κι ο λαός όπου έβρισκε κι άρπαζε. Οι φρονιμώτεροι πάλε κ' οι πλουσιώτεροι έπιαναν αυτοί καΐκια και περνούσανε στην Ασιατική τη μεριά. Αληθινή κόλαση.
Δε θα ’ταν βέβαια του γλυκού νερού ο τεχνίτης που τέτοια σκάλιξε δουλειά σ’ αυτήν επάνω: τον Τυφώνα που βγάζει από το στόμα φλόγες με καπνό μαύρο, της φωτιάς το στριφτό αδέρφι° και γύρου μ’ αρμαθιές είναι στρωμένο φείδια της κοιλοτούμπανής του ασπίδας το στεφάνι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν