United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σα στάθηκε και με κοίταξε, χαμογέλασε και γύρισε προς το σύντροφό του απ' έξω, κ' είπε: «Καιρός του είναι πια να μας έρθη». Και ξύπνησα αμέσως τρομαχτικά. Κι άρχισα και συλλογιούμουν πως κάτι σημαίνει αυτό τόνειρο. Τάχα να μην έκαμνα το χατίρι τους και με φωνάζουνε πριν αποτελειώσω; Τάχα να την αποτέλειωσα τη δουλειά μου; Θεός το ξέρει.

Και καταριέται η εργατειά κ' οι ξενοδουλευτάδες Κ' έρχονται και φωνάζουνε και λεν του βασιληά τους, Ή να γιατρέψη το κακό που εγείνηκετη χώρα Κι' ο ήλιος εσταμάτησε, ή θε να τον σκοτώσουν. Ο βασιληάς στέλνει ρωτά μια μάγισσα μεγάλη. — Μάγισσα, ποιο είνε το κακό, που εγείνηκετη χώρα, Κι' ο ήλιος εσταμάτισε, δεν πάει να βασιλέψη; — Κάνα κακό δεν έγεινετη χώρα, βασιληά μου.

Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια.

Ένα μόνο δεν ήξερε ο Σβεν και δεν μπορούσε να το νοιώση: Πόση ώρα έλειπε από κει. Γιατί δυο ώρες και μια στιγμή είτανε γι' αυτόν το ίδιο. Όταν όμως πέρασε γοργά το λιβάδι κι άρχισε να τρέχη πάλι για να φτάση στη μαμά και να τον αγκαλιάση εκείνη, να τον χαδέψη και να τον φιλήση, κι αυτός να της διηγηθή τι ωραία που διασκέδασετότε τρόμαξε ο Σβεν ακούοντας πώς αρχίσανε να φωνάζουνε γύρω του.

Ταπίστευτο το θέαμα, γυρτοί, συμπυκνωμένοι, Εκύτταζαν αχόρταγα ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι, Κ' εν ω με χίλιαις ξέλεξαις επνίγανε το μάντη Ακούσανε που εφρύμαζε συχνά συχνά η Αστέρω Σαν κάτι νάθελε να 'πή κ' εχτύπαε το ποδάρι, Κι' όλοι φωνάζουνε με μιας — Ο Μήτρος!... Το ξηφτέρι. — Στ' άρματ' αδέρφια, ’ς τ' άρματα!

Μα κι αφτά τα είπα πολλές φορές . Μερικοί εδώ σα να το πήραν όμως πολύ άσκημα που βρέθηκε στο τέλος ένας να γράψη και τα ρωμαίικα. Δεν ξέρουνε και φωνάζουνε. — Δημοσιογραφείτε τακτικώς ή εκτάκτως στο Παρίσι; — Κάποτε ταχτικά, κάποτες όχι· έτσι κ' έτσι. — Πού γράφετε; — Σαν κάμη κανείς τάρθρο του, όπου ταιριάζη, εκεί το βάζει. Για τον Καρκαβίτσα έγραψα στο Χρόνο.

Αν πάλε δεν αξίζει, ας γυρέψουμε άλλη καμιά, κι ο λαός θα την έχη χωρίς άλλο, ή τουλάχιστο μπορεί με τη γλώσσα του να μορφώσουμε την κατάλληλη λέξη· να μη μας λεν όμως πως το κάνουμε από πείσμα, πως είναι μάταια και πεισματικά , γιατί κατάντησε πια σωστή αδικία, εκεί που πολεμάει κανείς για το καλό, εκεί που βάζει σπουδαία ζητήματα με το νου του, νάρχουνται να φωνάζουνε πως το εγώ μας κοιτάζουμε και πως από ματαιότητα προσπαθούμε να πλουτίσουμε τη γλώσσα και να βρούμε σωστούς όρους!

Και μέσα στο χαλασμό, μέσα στις φλόγες και στα κατρακυλίσματα των τοίχων, άκουγες άγριες φωνές και φώναζαν από παντού, Νίκα, Νίκα! καθώς συνηθίζανε να φωνάζουνε στους αρματηλάτες όταν τρέχανε στο ιπποδρόμιο. Από κει λοιπόν ονομάστηκε το φοβερό αυτό κίνημα Στάση του Νίκα . Τέσσερεις μέρες βάσταξε το κακό εκείνο.

Ακούγοντας τέτοιες φοβέρες οι Εθνικοί σηκώνουνται στο ποδάρι, τρέχουνε στο Διοκλητιανό, και φωνάζουνε να ξολοθρευτή και καλά ο Χριστιανισμός. Ο Διοκλητιανός, όσο αντίχριστος κι αν είτανε, δεν αποκοτούσε να κάμη τέτοιο ανοσιούργημα. Ο γαμπρός του όμως, ο αιμοβόρος Γαλέριος, τον κατάφερε είχε δεν είχε να ξεγράψη την καινούρια θρησκεία. Βρίσκουνταν τότες η Ρωμαϊκή «Αυλή» στη Νικομήδεια.

Σα να τόξεραν οι βαριόμοιροι πως δεν αργούσαν οι ώρες εκείνες. Απάνω σ' αυτή τη λογοτριβή αντιδιαβαίνουν και δυο τρεις Τούρκοι, πηγαινάμενοι κατά τη δική τους μεριά από την εξοχή. Τους φωνάζουνε μέσα οι δικοί μας και τους φιλεύουν.