United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τυφλίτες! δε μπαίνετε καλήτερα στις τρύπες σας. — Έτσι το γράφει η μοίρα μας· εψιθύρισε υπομονητικά στενάζοντας ο Γκενεβέζος· να φεύγουμε το φως όπως οι πρώτοι χριστιανοί. Στις κατακόμβες θα κάνωμε τις λειτουργίες μας. — Εσείς μάλιστα· εγώ όμως όχι! διαμαρτυρήθηκε ο Δημητράκης. Κ' εστύλωσε ορθάνοιχτα έξω τα μάτια του, λες κ' ήθελε να λούση με το θαυμαστό πανόραμα την ψυχή του.

Τι, θέλεις να πεθάνεις μαγκούφης;» «Λοιπόν», είπε ο Έφις ανασηκώνοντας το κεφάλι, αρνούμενος όμως το ζωμό, «φεύγουμε…» «Μα τι λες; Θέλεις να ξαναφύγεις; Τι σουρτούκης!» «Ε, τι κάνεις; Πάμε στη Στεφάνα, που σου έχει φυλάξει ένα ρόδι… Άντε, αγόρι μου

Μας έπιασε ο Βασιληάς!» — Ναι, είπε ο Τριστάνος, επήρε το σπαθί μου. Ήτανε μόνος, θα φοβήθηκε, και πήγε να φέρη ενίσχυσι. Θα γυρίση, και θα μας κάψη μπροστά σε όλο το λαό. Ας φεύγουμε!...» Βαδίζοντας ολημερίς, μαζύ με τον Γκορνεβάλη, φεύγουν για την Ουαλλία, μέχρι τα τελευταία όρια του Μορουά. Τι μαρτύρια τους φέρνει αυτή η αγάπη! ...

Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδιακό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το το ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Πώς να τη σιχαθή, που είναι αίμα της και ζωή της! Αγάπη μου, δεν ήρθαμε δω πέρα να σε τρομάξουμε μ' ανωφέλητα λόγια. Μη βάζης το χουλιάρι σου κάτω. Δυο λόγια, και φεύγουμε. Τάκουσα πολλές φορές πως είσαι δυνατός διπλωμάτης. Τους παίζεις, λέει, τους Φράγκους στα δαχτυλάκια σου. Ένα πράμα μονάχα, που δε μαθαίνεις να παίζης και μήλα στα χέρια σου. Μπορεί να σου χρησιμέψη αυτή η γύμναση.

Ειδεμή ξεντύσου τη φουστανέλα κ' έλα να σου δέσω το μαντήλι μου στο κεφάλι, να σου βάλω και τα σιγγούνια μου, και κάτσε εσύ εδώ να φυλάξης το ρημαδικό μας. Για γυναίκα σου πρέπει εσένα σήμερα κι όχι γι' άντρας. Εγώ σηκώνομαι με το Φώτο και φεύγουμε. Για το πού 'νε το Ρωμέικο, ουδ' εδώ, στην Άρτα.

Πρέπει, κυρά μου, να τελειώνουμε, γιατί αύριο φεύγουμε. Και πού πάτε; Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου θέλει ο Θεός. Ρωτάς, κερά μου, τα πουλιά που παν, άμα φυσήξη ο βορηάς και πιάσουν τα πρωτοβρόχια. Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου κάμπος με λουλούδια και με φως κι όπου ουρανός με άστρα στολισμένος εκεί είναι η πατρίδα μας. Μ α ρ ί α. Τι ωραία πατρίδα. Μόνο που ζήτε στο δρόμο. Τ σ ι γ γ ά ν α. Να βαρεθούμε.

Και γράμματα ελάβαινε συχνά. Σαν να εμαντεύαμε την αγωνία που εβασίλευε στην πατρίδα για την τύχη μας όλοι εγράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο και ο καπετάνιος. Κ' εγώ που δεν ήξευρα να πιάσω την πένα, έβαλα τον γραμματικό κ' έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο κ' ένα γράμμα: «Σήμερα εφτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε από το τάδε μέρος.

Το ξέρει εκείνη γιατί τη γλυκοκοιτάζει τη θάλασσα. Αυτή της φέρνει τα γράμματα, θα της φέρη και τον καλό της μια μέρα. Τι δεν έδινες νάχης τους στοχασμούς της αυτή την ώρα! Άγιο μυστήριο η αγάπη! Ας τη λατρέψουμε από μακριά, κι ας την αφήσουμε να καίη εκεί ήσυχα, σαν αυτό το καντήλι, σιμά στα κονίσματα. Μια ματιά στην άλλη την κάμαρα, και φεύγουμε. Βλέπω &δυο& κερές εδώ μέσα.