Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


ΙΩΝ Για πες μου, να το κάμης τί; τελείωσε το λόγο. ΠΥΘΙΑ Να σώσω το εύρημα αυτό έως την ώρα τούτη. ΙΩΝ Κ' έχει για με ωφέλεια, ή μήπως έχει βλάβη; ΠΥΘΙΑ Βρίσκοντ' εδώ τα σπάργανα που ήσουν τυλιγμένος. ΙΩΝ Σημάδια της μητέρας μου, μου φέρνεις να ζητήσω; ΠΥΘΙΑ Τώρα το θέλησε ο θεός• δεν τόθελε πειο πρώτα. ΙΩΝ Τι ευτυχισμένα όνειρα μου φέρνει η μέρα τούτη!

Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά; Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος·Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή! Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του. — Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!

Όμως θυμάμαι που άρχιζε μ' ένα α ν τ ά ν τ ε σπαραχτικό, που σούπιανε την καρδιά. Έλεγες, ακούοντάς το, πως είχες μέσα σου, μωρέ μάτια μου, κάτι τι που γύρευε να ξεσπάση. Κ' ύστερα, στο τέλος, ένα α λ έ γ κ ρ ο ξαφνικό, ένα τ ρ ι ο μ φ ά λ ε, ένα φ ι ν ά λ ε μοναδικό. Το φέρνεις στο νου σου; ΦΛΕΡΗΣ — Α! κατάλαβα.

ΘΕΡΑΠΩΝ Τη δοξασμένη μας κυρά, την κόρη του Ερεχθέως, γυναίκες, που θα την ευρώ; Ολόκληρη την πόλι εγύρισα ζητώντας την, και όμως δεν τη βρήκα. ΧΟΡΟΣ Δούλε και συ, καθώς εμείς, τι τάχατε συμβαίνει; πως τρέχεις τόσο γρήγορα και λόγο ποιόν μας φέρνεις; ΘΕΡΑΠΩΝ Μας κυνηγούν οι άρχοντες της χώρας τη γυρεύουν να την πετροβολήσουνε. ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Οπίσω δεν τον φέρνεις, κ' αισθάνεσαι πλειότερον την λύπην του χαμού του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αισθάνομαι πως μ' έλειψεν ο φίλος μου, και κλαίω. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Δεν κλαίεις τόσον κόρη μου, τον θάνατον εκείνου, όσον που ζη ο μιαρός, που 'πήρε την ζωήν του. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ποιος είν' αυτός ο μιαρός; ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Ο μιαρός Ρωμαίος.

ΚΡΕΟΥΣΑ Εκείνη τρέφει τη ζωή και της αρρώστιες διώχνει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Της δεύτερης σταλαγματιάς η δύναμι ποιά είνε; ΚΡΕΟΥΣΑ Σκοτώνει• από της οχιάς εβγήκε το φαρμάκι. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Της έχεις και της δυο μαζύ, ή χωριστά της φέρνεις; ΚΡΕΟΥΣΑ Ναι, χωριστά• γιατί καλό με το κακό δεν πάει. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αγαπημένη κόρη μου! αυτό που θέλεις τόχεις. ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' αυτό θα πάθη το παιδί, και συ θα το σκοτώσης.

Εσύ, φτερουγιαστέ καθάριε λογισμέ μου, Γιατί δε μου τον λες, γιατί δεν μου τον δείχνεις, Γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις Σαν όνειρο χρυσό γλυκάτην αγκαλιά μου;

Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτιείπεν η γραία θετή μητέρα του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής, Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάριΚαι ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα.

Είπε, και αυτοίτην προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· εκείνος ζητούσ' άρματατο βάθος του θαλάμου, 180 και αυτοίτα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— καιτο 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· «Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν