United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.

Το σακάκι, η ρεπούμπλικα, ο κορσές και το τρισμέγιστο καπέλλοταψί με τα ψεύτικα κεράσια και τριαντάφυλλα, δεν αλλάζουν ούτε τον Έλληνα ούτε την Ελληνίδα, όπως δεν τον αλλάζουν μήτε οι φράγκικες ιδέες. Αυτά μοναχά τον ασχημαίνουν. Θα πάρει απ' όλ' αυτά ό,τι του χρειάζεται, μικρά πράματα όμως. Τα άλλα θα ξεθυμαίνουν μόνα τους. Θα γίνουν καπνός, στάχτη, αέρας.

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.

ΡΩΜΑΙΟΣ Καθώς η ευγένεια το απαιτεί. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ως προς τούτο, μη λησμονής, ότι εγώ είμαι της ευγενείας το άνθος. ΡΩΜΑΙΟΣ Τριαντάφυλλον; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μάλιστα τριαντάφυλλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Εγώ τα έχω εις τα ποδάρια μου τα τριαντάφυλλα. Κύτταξε τα δεσίματα των υποδημάτων μου. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Τι νόστιμος οπού είσαι. Μη στέκης!

Μια μέρα μου κατέβηκε να μπω σ' ένα τζαμί· ήτανε μέσα μονάχα ένας γέρος Ιμάμης και μια νέα θρήσκα, πολύ νόστιμη, που προσευχότανε· το στήθος της ήτανε όλο ξεσκέπαστο: είχε ανάμεσα στα δυο βυζιά της ένα ωραίο μπουκέττο από λαλέδες, τριαντάφυλλα, ανεμώνες, βατράχια, ζουμπούλια, ηράνθεμα. Ξαφνικά της πέφτει το μπουκέττο· το σήκωσα και το ξανάβαλα στη θέση του με πολλή προθυμία και σεβασμό.

Αυτός κρατούσε τα πετράδια γύρω στο στρεφόμενο δίσκο κι ο αμέθυστος γινόταν το άλικο κλινάρι του Άδωνι και πάνω στον φλεβοχρωματισμένον αχάτη περνούσε τρεχάτη η Άρτεμις με τα λαγωνικά της. Σφυρηλατούσε το μάλαμα σε τριαντάφυλλα και τάσμιγε κατόπιν για να φκιάση περιδέραιο ή βραχιόλι.

Συλλογιζότανε το βασιλόπουλο, που η προσταγή του πατέρα της το είχε στείλει μακρυά, να το φάνε τάγρια θηρία. Τα δάκρυά της, που πέφτανε ζεματιστά απάνω στα μάγουλά της και στα στήθη της, μαράνανε σιγάσιγά τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της. Κ' η βασιλοπούλα, σαν έβλεπε τα κάλλη της τα μαραμένα, έκλαιε διπλά δάκρυα για το βασιλόπουλο και για τον εαυτό της.

Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.

Κατέβαινε, μετά τη λειτουργία, μια σειρά από χωριατοπούλες, όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα, η μια κολλητά στην άλλη, όλο γέλια. «Είδες εκείνο το χοντρό που μετάλαβε;» , είπε μια. «Είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος, που του έχουν κάνει μάγια.» «Ναι, το ξέρω.

Κι αλήθεια πολύ πιο νέος απ’ αυτή φαινόταν, κι όχι μόνον από τότε που τα τριαντάφυλλα στα μάγουλά της είχανε σβύσει, που τα μάτια της δείχνανε βαθουλωμένα κ’ είχαν πεταχτή ταυτιά της, κίτρινα σα φύλλα φθινοπωρινά.