United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρματωλός του Ολύμπου περί ου και το υπ' αριθμόν LXXXIX εν τη Πασσοβίω συλλογή δημοτικόν άσμα όπου διαλάμπουσιν οι τρεις επόμενοι στίχοι. Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα το Βηζύρη. Όσο είν' ο Λιάκος ζωντανός πασά δεν προσκυνάει· Πασά έχει ο Λιάκος το σπαθί, βηζύρη το τουφέκι. Ιωάννης Κοντογιάννης εκ Χαλικιοπούλων του Βάλτου, αρματωλός Υπάτης. Παρευρέθη και διέπρεψε κατά την εν Κερασόβω μάχην.

Να τρέξη και να σταθή σαν πύργος σιμά στη γυναίκα του, να της τα πη, να κηρυχτή ανοιχτά σύμμαχός της, και με το τουφέκι στο χέρι να τη γλυτώση από τους καταλαλητάδες της, μα ας είνε κι αδέρφια. Τα κλωθογύριζε αυτά μες στο νου του, μα δεν είτανε κι άθρωπος να βγάζη πέρα τέτοιες δουλειές. Τούρκοι να είταν άλλο πράμα. Ο Τούρκος δε χρειάζεται και πολύ θάρρος ηθικό.

Έτσι μάλιστα θάχα κοντά μου και το Βασίλη για να μου δίδη οδηγίες· γιατί όσο κι αν με μέθυσε η πρώτη επιτυχία, καταλάβαινα πως αυτή η δουλειά είχε και τέχνη, που δεν την ήξερα. Εγώ ούτε να γεμίσω το τουφέκι δεν τα κατάφερνα. Η επόμενη μέρα μούφερε μια μεγάλη απογοήτευση. Θάρριξα δέκα πέντε τουφεκιές, χωρίς να χτυπήσω τίποτε, ενώ ο Βασίλης σκότωσε τρεις πέρδικες.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Ήταν γραμμένο εκεί 'ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης Φέτος εσύ Χριστούγεννατην εκκλησιά! Να πιάσης Τα μετερίζια πρέπει συ αρματωμένο απόψι Και την πορειά του Ομέρ-πασά τη φοβερή να κόψη Το φλογερό τουφέκι σου, το χώμα σου να σπάση Το κύμα αυτό που ολάκερη βουλιέται να σκεπάση Την έρμη την Ελλάδα μας! Και θε ναρθούνε χρόνια Που θα γιορτάσης με χαρά, με δίχως καταφρόνια Χριστούγεννα κι' Ανάστασι!..

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Ο Κάνταρος εκυνήγει τον Κάνταρον με το τουφέκι εις το δάσος, και τον εφόνευεν ως θηρίον. Άλλος Κάνταρος παρεμόνευε τον Κάνταρον εις το στενόν με την κουμπούραν και τον άφινε στον τόπον. Άλλος εμάλωνε με άλλον εις τα σύνορα του αγρού, τον ετρύπα με την πάλαν και τον έρριπτε κάτω. Συνέβη και ολίγοι τινές Κανταραίοι να ξενιτευθούν άλλοι απέθανον από την πανώλη την ενσκήψασαν περί τα τέλη του αιώνος.

Γιάιντα; ηρώτησεν ο Στρατής, όστις την στιγμήν εκείνην ετοποθέτει το τουφέκι του εις τον τοίχον. Συγχρόνως εστράφη και η Πηγή εκ της εστίας. — Τον μπελά μου βρήκα με τον Τερερέ ... Εις το άκουσμα του ονόματος του Τερερέ, διά μιας η μορφή του Στρατή επανήλθεν εις την προτέραν τραχύτητα.

Ως και στις χλωρασιές απάνω τάβλεπες τα πρόβατα κ' έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ως τόσο πάντα στον ώμο.! Πού να ταφήση Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είνε πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είνε που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

Η γυναίκες του Σουλιού και των Κατσανοχωριών φοράν σιγγούνια πολύλοξα κι ολίγα στολίδια· είνε ψηλές όμως σκληρομαθημένες και περήφανες, με μέτριαν εμμορφιά κι αυτές, αλλά με τη δυσκολόβρετην αξιάδα να πιάνουν στα δουλευτικά χέρια τους με την ίδια πιτηδειοσύνη και τ' αλέτρι και το τουφέκι, η λεβέντισσες.