Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Μόν αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλημμυρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατηβάζει αφρισμένο. Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει.

Ταθεόφοβο το παιδί, που πρέπει να πατήσω ένα ξεφωνητό και να τονέ διώξω, κι ως τόσο δε βαστάει η καρδιά μου! Σύρε, σύρε να μη σε νοιώσουν, κακόμοιρε, και μ' αφάνισες! Στέλνε όσα θες μηνύματα με τους προξενητάδες, μα μην πολεμάς από παράθυρα να μου ψέλνης αγάπες, κ' έχουν πίκρες τα κρυφογύρευτα τα φιλιά. Στεφ.

Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του.

Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι. ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες. Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου.

Γιατί τάχατις να είναι τόσο ανήξερες οι γυναίκες; Εμείς αμέσως, με μιας αγαπούμε, σαν την αστραπή που σε καίει πριν ακόμη να σ' αγγίξη. Εκείνες, καιρός τις χρειάζεται, καιρός! Είναι σαν τα λουλούδια η αρχοντιά τους· αγάλια αγάλια· θέλουν ώρα να ξανοίξουνε. Νανουρίσματα και τραγούδια, χάδια μέλι γεμάτα, λόγια γλυκά λόγια, τι ήθελε; να της το δώσω!

Τέλος τόνα από τα δυο καράβια έρριξε στο άλλο μια ομοβροντία τόσο χαμηλά και τόσο πετυχημένη που το βύθισε ολότελα. Ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος διακρίνανε πολύ καθαρά καμμιά εκατοστή ανθρώπους πάνω στη γέφυρα του πλοίου που βυθιζότανε. Σηκώναν όλοι τους τα χέρια στον ουρανό και ξεφωνίζανε με φρίκη. Σε μια στιγμή όλα καταπιοθήκανε!

Τ' απλωτό τούτο σιάδι είνε ζόρκο από δέντρα και κατασκεπασμένο από ρεπιθέμελα και χαλάσματ' αμέτρητα, από ναούς, από τάφους, από παλάτια, από στέρνες και βρύσες του καιρού των Ελλήνων, των Ρωμέων και των Βυζαντινών κι ολούθε απάνω ξεθάφτονται κάθε τόσο από τον καλόγερο κι από τους χωρικούς σκέλεθρ' ανθρωπινά, παλιές μονέδες και στολίδια ακριβά κι αξετίμωτα.

Αφού κατώρθωσε τόσο μεγάλη δουλειά, εγύρισε ό,τι άρχιζε να νυχτώνη, και βρίσκει το Διονυσιοφάνη να κοιμάται, μα το Δάφνη ναγρυπνάη και να κλαίη ακόμη στον κήπο· του φέρνει λοιπόν εμπρός του τη Χλόη και δίνοντάς του τη όλα του τα διηγιέται· και τον παρακαλάει να μη του κρατάη πια κάκια και να τον έχη όχι αδιαφόρετο δούλο μήτε να τόνε βγάζη από το τραπέζι, επειδή θα πεθάνη από την πείνα.

Είνε έξη μέρες τώρα που μόνο γι' αυτόν μιλάμε· καμμιά άλλη κουβέντα δεν κάνομε. Και είστε σαν άρρωστη αν δεν μιλάμε, κάθε στιγμή γι' αυτόν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αφού το ξαίρεις, γιατί δεν αρχίζεις την κουβέντα πρώτη εσύ; Και γιατί δε με βγάζεις από τον κόπο ν' αρχίζω πρώτη εγώ πάντοτε; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε μου δίνετε τον καιρό. Έχετε τόσο πολύ αφοσιωθή σ' αυτήν την υπόθεσι ώστε μου είνε δύσκολο να σας προλάβω.

— Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,, Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα νόμιζε για δένδρα. Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,, Ησύχασε.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν