Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Η Ελπίδα είχε στα δεξιά της τον Αλαμάνο και σταριστερά το Δημητράκη. Ο Αριστόδημος κάθισε ανάμεσα στο γιο του Χαγάνου και στο Θεομίσητο. Τις άλλες θέσες τις είχαν ο Ζάρακας, ο Γλάμης, ο Περαχώρας, ο Γκενεβέζος, κι' άλλοι. Έξω στην ταράτσα και κάτω στην αυλή οι κολλήγοι ετρωγόπιναν και τραγουδούσαν παινέματα για τη νύφη και για τον γαμπρό. Κάθε τόσο έφταναν απάνω σαν ομοβροντία οι φωνές τους.

Το φοβερό θέαμα του καταποντισμού, που έγγιξε μέσα σου όλη τη δύναμη της λύπης, εγώ με κάποιο εύρεμα της τέχνης μου τόσο ακίνδυνα τώχω διορίσει, ώστε ψυχή δεν είναι, — όχι, μηδέ τρίχα έχασε κανείς μέσα σ' εκείνο το καράβι, που άκουσες κ' εβόησε, που είδες κ' εβυθίσθηκε. Κάθισε· γιατί τώρα μέλλεις να μάθης περισσότερα.

« Αυτό το γιαταγάνι μου, » Κι' αυτό το τσακισμένο » Τουφέκι μου· θα μαρτυρούν » Πάντα το θάνατό μου, » Το θάνατό μου το σκληρό, » Και το μαρτύριό μου » Μες 'ς τ' Αλαμανογέφυρο, » Το τόσο δοξασμένο

Λάβε υπ' όψιν σου ότι τα στοιχεία της ζωής σου είναι μέσα σου και ότι οι θυμοί του κυρίου Πυργγόν είνε τόσο ικανοί να σε κάνουν να πεθάνης όσο είνε ικανά τα γιατρικά του να σε κάνουν να ζήσης.

Τάχα δεν άκουσε ποτέ πως βώδια στα λιβάδια έβοσκεν ο Διόνυσος, ο ώμορφος γυιός του Δία; Τάχα δεν ξέρ' η άπονη πως ένα βοϊδολάτη κ' η Αφροδίτη αγάπησε κ' ήταν τρελλή για 'κείνον και στης Φρυγίας τα βουνά γύριζε βοσκοπούλα, κι αγάπησε τον Άδωνι μέσ' στα πυκνά λαγκάδια και στα λαγκάδια τα πυκνά τον έκλαψεν εκείνη; Κι ο Ενδυμίων τι ήτανε; δεν ήταν βοϊδολάτης; μα τόσο τον αγάπησε κ' εκείνον η Σελήνη πούφευγεν απ' τον Όλυμπο κρυφά-κρυφά μονάχη και στις χαράδρες πήγαινε κ' επλάγιαζε μαζί του.

Μου ήρθαν όμως εκείνον τον καιρό τόσο άσχημες και μωρές ιδέες. Η φωνή της έγινε όπως ενός παιδιού, που έκαμε κάτι κακό, και μ' έκαμε να γελάσω όταν την άκουσα. — Όχι, μη γελάς, ξακολούθησε. Γιατί είναι αλήθεια πως πίστευα πως δε με νοιώθεις και το είπα μάλιστα. Μπορείς να με συχωρέσης; Μιλούσε τόσο σοβαρά, που με συγκίνησε.

Ποιος δεν είδε παράξενα και παράλογα όνειρα, κι ως τόσο αληθέψανε. Μηγαρίς αν τα έβλεπα στον ύπνο μου πως θαγαπήσω, και πως θα μου φέρουν από τη Βαβυλώνα φαρμάκι να με ποτίσουνε, θα το πίστευα; Ας γύρω, ας γύρω κι ας παρακαλέσω τον Ύπνο να με πάρη στη μαύρη του αγκαλιά. Σώπασαν τα παιχνίδια. Μια κόρη δε με λυπήθηκε, ίσως ο Ύπνος με λυπηθή. Αγ. Μαρ.

Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κια μαγαπάς να κάμης έτσα που σούπα. Το χέρι της ταδύνατο μάγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να ταποσύρη πρόφταξα, τάρπαξα και το κατεφίλησα. Κιόταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και, στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.

Και το αστραποφώτισμα τόρα άνοιγε έξω στο νυχτερινό σκοτάδι κάθε τόσο τρομερό χάος από βροχή ηλεκτροφωτισμένη. Και η κραυγή εκείνη έξω πάντα επίμονη, ακούραστη, πάντα γεννώντας τη φρίκη και την ανατριχίλα, αντηχούσε παράξενη, περονιάζοντας το κορμί της και τη ψυχή της.

Τόσο όμως ερεθισμένος είταν ο κόσμος, που οι εχτροί της Ευδοκίας τα είπαν όλα αυτά τα έργα του επαναστατικά. Κάτω λοιπόν κι ο Κύρος, που ως τα χτες τονέ δοξάζανε στο Ιπποδρόμιο μέσα. Τον έρριξαν, και τον έστειλαν επίσκοπο στη Φρυγία.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν