Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
— Τι τον ήθελε τέτοιον όχτο ; είπε στην Ελπίδα· είνε σα να κλει την πόρτα να μην περάσουμε πια στο πατρικό μας· σα ν' αρνιέται τα δίκαιά μας. — Μη φοβάσαι διόλου· απάντησε ήσυχα ο Δημητράκης από μέσα· τα δίκαιά μας τίποτα δεν παθαίνουν· να είσαι βέβαιος.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθημένη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή εις το ους της μητρός της. — Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω; Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη... Τι να γείνω; Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε·
Αφού και είδα ένα τέτοιον υπέρπλουτον θησαυρόν αλησμόνησα πλέον τα όσα ο γέρων μου παρήγγειλε να φυλάξω, και ευθύς άνοιξα τα χέρια εις το να μοιράζω πλουσιοπαρόχως εις κάθε έναν από τα πλούτη μου.
Ποτέ δεν είχεν ακούσει ζωντανό να μουγκρίζη με τέτοιον τρόπο, φρικαλέο και καταπληκτικό. Φώναξε μια γυναίκα που περνούσε στο λιμάνι: «Πέστε μου, κυρία, από πού βγαίνει, αυτή η φωνή που άκουσα; Μη μου το κρύβετε. — Και βέβαια, δίχως ψέμμα, θα σας το πω, κύριε. Βγαίνει από το πειο αγέρωχο και το πειο φρικτό θηρίο που υπάρχει στον κόσμο.
Της λέγει ο βεζύρης· ο σκοπός σου είνε δύσκολος και αθεράπευτος, και εσύ μία τρυφερή κόρη πώς θέλεις κατορθώσει ένα τέτοιον έργον;
Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 «Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, 'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις• και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου• κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».
Πού επή- γες να τον εύρης τέτοιον άνδρα; Χαράς το! Ρωμαίος, λέγει!
Τέτοιο φάντασμα δεν είδες μαθές; Δεν ξαπλώθηκες ποτέ σου σε τέτοιον τάφο; Καλότυχος άνθρωπος! Δεν είδες λοιπόν δάσκαλο, δεν πήγες ποτέ σου στο «Ελληνικό»! Εγώ καθώς βλέπεις, έμεινα εκεί ξαπλωμένος τέσσερα χρόνια. Τι λέγω τέσσερα!
Ο Καλάφ περίεργος διά να ιδή ένα τέτοιον θάνατον, εβγήκεν από το σπήτι του, και υπήγεν εις την αυλήν του βασιλέως, εκεί που έμελλον να θανατώσουν το βασιλόπουλον.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του• «Αντίνοε, δεν γίνεται απ' το σπίτι μου εγώ να διώξω εκείνην, 130 'που εγέννησέ με κ' έθρεψε• λείπει ο πατέρας, είτε ζη κείνος είτ' απέθανε• και αν διώξω την μητέρα, μεγάλην τότε πληρωμήν ο Ικάριος θα μου πάρη• κακά θα πάθω και απ' αυτόν, και άλλα ο θεός θα δώση, των εριννύων την οργή, 'που θα μου κράξ' η μάννα, 135 βγαίνοντας απ' το σπίτι μου• και ομού του κόσμου θα 'χω τ' όνειδος• ώστε δεν θα 'πω ποτέ μου τέτοιον λόγο. και αν η ψυχή σας μόνη της το κρίμα της γνωρίζει, τα μέγαρά μου αφήσετε, δείπνους αλλού ζητάτε, απ' το δικό σας τρώγετε, καθείς 'ς το σπίτι τ' άλλου. 140 και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, και όμοια 'δω μέσ' απλέρωτα και σεις αφανισθήτε». 145
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν