United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα σημειώνουμε αυτά για τους όσους σα να τον ψεγαδιάζουν τον Κωνσταντίνο, που τάχα δε σεβάστηκε πιώτερο το Ελληνικό το Έθνος και δε μας έδωσε να πούμε είδος «Σύνταγμα» από τότες! Το ρωμαίικο μήτ' έκαμε μήτε θα κάμη ποτές μεγάλα πράματα δίχως ένα και δυνατόν αρχηγό· κ' είταν η ώρα της λαμπρότερης τύχης του όταν ο σταυρός έφερε τον πρώτο μας Βασιλέα στον απόλυτο θρόνο της νέας του Ρώμης.

Να πάη όξω στους κάμπους και να το βρη. Ω! είναι θεριό άγριο μα υπάρχουνε χίλιοι τρόποι να το ημερέψη κανείς, αρκεί μονάχα να το συμπονέση, να γείρη παρηγορητής στα πάθη και στα βάσανά του, να σταλάξη ελπίδες στη μαύρη απελπισία του. ΑΝΝΟΥΛΑ Ω! εγώ το φοβάμαι, το φοβάμαι αυτό το θεριό. ΣΤΑΥΡΟΣ Έννοια σου, τώρα που θα μείνω για πάντα εδώ πέρα, μη φοβάσαι.

Πάμε είπεν ο Σταύρος επιμένων. — Δεν έρχομαι απήντησε ξηρώς. Κ' έφυγε μετά σπουδής ως κλέπτης. Διότι αν και δεν ανέφερεν όνομα, εκ της εκθέσεως όμως των γεγονότων, αυτόν ηννόει το αναγνωσθέν επιτίμιον. Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα της ημέρας.

Είναι αλήθεια όμως πως η Πιπίτσα μου είπε και τούτο. Ο Σταύρος δεν έφταιγε ο καημένος που έφυγε. Όλα τάφταιγε ο πατέρας που τον καταπίεζε. Τότε μ' έπιασε μια περιέργεια και την παρακάλεσα να μου πη όλα όσα ξέρει. Μα αυτή μου είπε πως παραπάνου απ' αυτά δεν είξερε τίποτα, και πως κι αυτά που μου είπε δεν είναι μυστικά. Όλος ο κόσμος τα έχει μάθει.

Εκείνοι τον βιάσανε να κάτση. Ίσια-ίσια για να τ' αλλάξουνε λιγάκι το κακό κέφι. Ήπιανε ένα κρασί στα βουβά. Ο Γιώργης δε μιλούσε καθόλου. Εκεί που στρήβανε από ένα τσιγάρο, τους ζύγωσε ο Σταύρος ο Γιαννακός. — Γεια σας! — Γεια σου! του είπαν οι άλλοι δύο. Ο Γιώργης έσκυψε και σάλιωσε το τσιγάρο του δίχως να τον καλησπερίση. — Στο χωριό σου δεν καλησπερίζουνε; του είπε προκλητικά ο Σταύρος.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Ο Σταύρος είν' έτοιμος να φύγη• νικά κάθε αδυναμία στοργής για την αδερφή και τη γιαγιά του και πάει στο μεγάλο δρόμο της εργασίας και της επανάστασης. Αιστάνεται κανείς πώς κάτω στο δρόμο του θα τον ακολουθήσουν μυριάδες ανθρώπων. Ο συγγραφέας δε μας αφίνει τίποτα να εννοηθή για το μέλλον. Χύνει το φως του στο παρόν• ξεσκεπάζει την αλήθεια. Κατεδαφίζουμε. Αυτό είναι ακόμα το έργο μας.

ΣΤΑΥΡΟΣ Πάντα είναι σκληρός, όπως και τότε; ΑΝΝΟΥΛΑ Αχ! η ματιά του. θεέ μου, σε κάνει αυτή μονάχα ταπεινό, σε κάνει δούλο, σε κάνει τιποτένιο. ΓΙΑΓΙΑ Πες μου λοιπόν, παιδί μου, τόσον καιρό μονάχο, έρημο στα ξένα πώς τα πέρασες. Σε ποιο μέρος πήγες άμα έφυγες από δω; τι έκανες εκεί; ΣΤΑΥΡΟΣ Πώς τα πέρασα; Δε με κοιτάζετε.

Είχον αποτελειώσει πλέον το γεύμα των καταπιόντες και τα τρυφερά οστάρια, και μόνον την κεφαλήν ως μεζέν αφήσαντες τελευταίαν, ότε ο Μπάρμπα Σταύρος πλήρης οργής θέλων να τους κτυπήση έθραυσεν επί του ξηρού εδάφους του κατωγείου το ωραίον τσιμπούκιόν του, διότι οι γάτοι μόλις είδον αυτόν επήδησαν ταχείς ως πτερωτοί εις το ανοικτόν υπέρθυρον της θύρας του κατωγείου, εκύτταξαν μια τον γέροντα αγρίως κινούντες τους μύστακάς των, και εγένοντο άφαντοι, καταλιπόντες μόνον την κεφαλήν, ψητόν λείψανον του βασιλικού γεύματός των.

Οι άνδρες εξήρχοντο χαρωποί, άλλοι ενδυμένοι φουστανέλλας και χιονώδεις φλοκάτας, άλλοι μπενωβράκια και σεγούνια και ολίγοι, τρείς-τέσσαρες νεωτερίζοντες, ευρωπαϊκά, πλατύτατα κατά τον γαλλικόν συρμόν της εποχής. — Στάσου, Δημήτρη, στάσου!. . . εφώναξεν ο Σταύρος, κοντόχονδρος χωρικός, είς τινα προπορευόμενον αυτού, μασσών ακόμη το αντίδωρον. — Έλα· είπεν ούτος, μετριάσας το βήμα.