Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει; Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, και θέλεις μένει αναπαυμένος.

Ο Θεός σ' επροφύλαξεν από την λύμην της πολιτικής. Τα κύρια άρθρα των αθηναϊκών εφημερίδων δεν κινούσιν ευτυχώς τον θαυμασμόν σου· δεν αναγινώσκεις συ τον Μακώλαιϋ, ουδέ τους λόγους του Κικέρωνος εις γαλλικήν μετάφρασιν, και προτιμάς να ομιλής περί της βροχής και του κονιορτού μάλλον ή περί της προσεχούς εκβάσεως των βουλευτικών εκλογών.

Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την αχαριστίαν σου.

Αυτά π' κείνος, και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος· και, αφού την θύραν άνοιξε των υψηλών μεγάρων, κίνησετον Τηλέμαχον κατόπι, καιτην μέση 400 των σκοτωμένων των νεκρών ηύρε τον Οδυσσέα, κατάμαυρον απ' αίματα και σκόνην, ως λεοντάρι, οπού βαδίζει, ως χόρτασεν απ' αυλισμένον ταύρο· το στήθος όλο και τα δυο σαγόνια στάζουν αίμα, και προχωρεί τρομακτικόςτην όψι· τότε ομοίως 405 πατόκορφα κατάμαυρος εφαίνετ' ο Οδυσσέας. και ως είδε η γραία τους νεκρούς και το περίσσιον αίμα, χαράς αρχίν' αλαλαγμό, 'ς το θαύμα οπ' είχ' εμπρός της, αλλ' ευθύς την εκράτησε κ' εμπόδισ' ο Οδυσσέας, και κείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· 410 «Ω γραία, χαίρου μέσα σου· σιγά, μην αλαλάζης· ασεβής ο καυχώμενοςανθρώπους σκοτωμένους. μοίρα θεών τους σύντριψε και τ' άνομά τους έργα· ότι κανέναν των θνητών ανθρώπων δεν σεβόνταν, όποιος και αν τους πλησίαζε, μικρός ήταν ή μέγας· 415 και ιδού, κακοθανάτισαν απ' τ' ασεβήματά των. ταις κόραις τώρα του σπιτιού συ θα μου φανερώσης, και αυταίς 'που με καταφρονούν, και όσαις δεν έχουν κρίμα».

Είθε να μη σου επέτρεπε ποτέ να έλθης! Ας μη είπη ότι εγώ σε κρατώ εδώ. Ουδεμίαν εξουσίαν έχω επί σου· εις αυτήν ανήκεις. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μάρτυρες μου οι θεοί. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω, ουδέποτε βασίλισσα επροδόθη κατά τρόπον τοιούτον! Και όμως είδον εξ αρχής τεκταινομένην την προδοσίαν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Κλεοπάτρα!

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ήθελα να είχα το ανάστημά σου· θα εμάνθανες τότε ότι υπάρχει γενναία καρδία εις την Αίγυπτον. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσέ με, βασίλισσα· η κρατερά των περιστάσεων ανάγκη απαιτεί επί τινα χρόνον τας υπηρεσίας μου, αλλ' η καρδία μου θα μείνη πλησίον σου. Η Ιταλία ημών είνε έρμαιον εμφυλίων σπαραγμών.

Όταν ο Δαυίδ, ο τύπος των αληθώς μετανοούντων, έκραζε μετά μεγάλης συντριβής, «Ήμαρτον εναντίον Κυρίου», ο Νάθαν ηδυνήθη να διαβιβάση εν ακαρεί εις αυτόν την παρά του Θεού άφεσιν: «Κύριος αφείλε την αμαρτίαν σου· ου μη αποθάνης». Πάραυτα εκτείνας την χείρα, ο Κύριος έψαυσε το λεπρόν, και ούτος εκαθαρίσθη.

ΦΕΡΔΙΝ. Όχι· φυλάγομαι από παρόμοιαν φιλοξενία, όσο που ο εχθρός μου δεν είναι δυνατώτερος. ΜΙΡ. Ω ακριβέ μου πατέρα, μη τον δοκιμάσης υπέρμετρα, γιατί είναι γλυκότροπος, και όχι δειλός. ΠΡΟΣΠ. Και τι; θα βάλης νόμο του πατρός σου: — Ρίξε το σπαθί σου· προδότη· δείχνεις κάποια γενναιότη, αλλ' η καρδιά δεν σε βαστάει, τόσο την έχει πλακωμένη το κρίμα.

Ω μεγαλώτατε μονάρχα και αυθέντα, του είπε, συμπάθησον ένα σου σκλάβον, αν λαμβάνη την τόλμην να σου ειπή ήξευρε πως δεν είναι πρέπον να καυχάσαι μόνος σου, μα το πρέπον είναι να αφίνης να σε επαινέσουν οι υπήκοοί σου και τούτο το πλήθος των ξένων, που καθημερινώς συντρέχουν εις την αυλήν σου να βλέπουν την δόξαν σου και την μεγαλοπρέπειάν σου· δώσε αιτίαν διά να σε επαινέσουν, και όχι μόνος σου να επαινήσαι, επειδή είναι απαίσιον πράγμα.

Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν