United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.

Έλαμψε ο ουρανός. Κι' ενώ το καράβι των Νορβηγών έφευγε μακρυά, ήρεμα και γελαστά τα κύματα έφεραν τη βάρκα του Τριστάνου στην άμμο της παραλίας. Με μεγάλη προσπάθεια, ανέβηκε στους γκρεμούς και είδε, πέρα από μια έρημη και βαθειά σαν κοιλάδα έκτασι, ένα δάσος απέραντο.

Η γιαγιά μου έδιωξε από το σπίτι μας τον ντον Τζάμε και με πάντρεψε με τον Πριάμου Πίρας. Και ο Πριάμου μου ήταν ένας λεβέντης. Είχε μια βουκέντρα μ’ ένα σουβλί στην άκρη και μου έλεγε φέρνοντάς το μπροστά στα μάτια μου: βλέπεις; θα σου τα βγάλω τα μάτια εάν κοιτάξεις τον ντον Τζάμε όταν σε κοιτά. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Σ' αυτά τα λόγια η Αμινά πήρε ένα φλάουτο από μια θήκη με κίτρινο σατέν και την έδωσε στην Σεραφεία, που τραγούδησε αρκετά τραγούδια με την συνοδεία του. Όταν κουράστηκε είπε στην Αμινά. «Αδελφή μου, δεν μπορώ πια· σε παρακαλώ έλα και πάρε την θέση μου

Σύγκαιρα θανατώνει και τον Ασπάρη με τους γιους του . Ορμούν τότες οι Γότθοι του Ασπάρη να εγδικηθούνε, μα άξαφνα πέφτουνε στων Ισαύρων τα χέρια, κι άλλοι σκοτώνουνται, άλλοι φεύγουν από την Πρωτεύουσα. Απ' αυτό το περιστατικό ονόμασε ο όχλος το Λέοντα Μακέλλη, δηλαδή Μακελλάρη· μα ονομάστηκε από τους φίλους του και Μέγας, κι αυτό τούμεινε και στην Ιστορία.

Ακόμα και ο γυιος του καπετάν Λούσου οπού έπεσε στην θάλασσαν και επρόφθασε να πη μόνον: «Παναγία μου Λημνιά μου» και αυτός ανέκειτο εκεί ασημένιος με ολόχρυσον το πρόσωπον σαν άγιος.

Και τους είπεν ύστερα ότι στην Αθήνα θάρθουν ακρίβειαις μεγάλαις, θάρθουν δυστυχίαις, θαρθή πείνα και κακή ασθένεια, θάρθουνέλεγεν ο Χρονογράφοςθάρθουν από την Πόλι και από την Λόντρα οι «ομογενείς» στην Αθήνα, και θα μας φέρουν ακρίβεια και την κακή ασθένεια και θα μας φέρουν πείνα και θ' ακριβήνουν όλα τα πράγματα, θ' ακριβήνουν τ' αυγά, θ' ακριβήνουν η κότταις.

Εμπρός στη στάνη του Δρύαντα και κάτου από το φράχτη της ήτανε δυο μεγάλες σμερτιές και κισσός είχε φυτρώσει· οι σμυρτιές ήτανε η μια κοντά στην άλλη κι ο κισσός ανάμεσα στις δυο, ώστε απλώνοντας σε καθεμιά τα κορφοβλάσταρά του σαν κλήμα με τ' απαναπανωτά φύλλα του έφτιανε είδος σπηλιάς· και τα τσαμπιά πολλά και μεγάλα, σαν σταφύλια από τα κλήματα, κρεμόντανε.

Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι. — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλοια. Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας.

Τότες του κραίνει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, συμπάθα, τι όλους μας βαρύ κακό μας συνεπήρε. 145 Μα έλα μαζί να κράξουμε και τους λοιπούς πρωτάρχουςΕίπε, κι' εκείνος τρέχοντας μες στην καλύβα, ρήχνει 148 στην πλάτη ασπίδα πλουμιστή και πάει τους ξανασμίγει.