Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Σπρώχνω τη θύρα· άνοιξε· Τι θέαμα! . . . Τι τόπους... Τι τόπους είδα σκιερούς! . . . Τι χλόαις! . . . Τι λουλούδια! . . Τι δένδρα, δένδρα ανθηρά! . . . Πόσ' άκουγα τραγούδια Απ' τα πουλιά! . . . Πόσους εκεί Εγνώρισα ανθρώπους! . . .
Πόσους άκουσα να με πούνε για καμιά λέξη που τους έλεγα — «Ουδέποτε λέγεται ούτως!» Περνούσε μια στιγμή, και κει που δεν πρόσεχαν, οι ίδιοι έλεγαν τη λέξη σαν που τους την είχα μάθει. Πόσες φορές έτυχε να με πη κανένας φίλος «Ουδείς συνηθίζει να προφέρη όλους διόλου· όλοι το λέγουσι με ω». Ωςτόσο κι ο φίλος μου πρόφερνε όλους διόλου χωρίς ο ίδιος να το ξέρη.
Πρώτη φορά το έβλεπα καθαρά μπροστά μου πόσους από τους ολόβαθους στοχασμούς της κρατούσε κρυμένους από με κι απ' όλους, πόσο είτανε συνηθισμένη με την ιδέα του θανάτου και πως η βεβαιότητα, που είχε πως θα πεθάνη νέα, της έτρωγε τη ζωική δύναμη μέσα της. Έγινε χλωμή και το πρόσωπό της αδυνάτισε. Τα χέρια της είτανε κίτρινα σαν κερί και φαινότανε σα να είχε κάποιο φόβο από μένα.
Προς τον σκοπόν τούτον, όχι μόνον το παρά τον Γάγγην παλάτιον έθετεν εις την διάθεσίν μου, αλλά και όλα τα οδοιπορικά μου, και ό,τι αν εζήτουν θα μ' επλήρωνεν, ήρκει μόνον ν' ακούσω τους στίχους του. Και τι στίχους! Και πόσους στίχους! Ακούεις, δεν τολμά κανείς να τον επισκεφθή, διά να μη τους ακούση.
Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.
Βραδειά — βραδειά γυρνάμε, Κι' απ' όξω από τα Γιάννινα 'ς τον Πλάτανο περνάμε. Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο, Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι. Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει. Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!
Διέκοψε τώρα επί μικρόν εις αναψυχήν και πάλιν λέγει: — Ξεύρεις, παπά μου, πόσους ναύλους εγώ έχασα ς' την Φραγκιά για να προτιμήσω την Πόλιν; Τώρα η νεολαία ξεύρει μόνον της φάμπρικαις της Πόλεως. Και πού να σου πω ακόμα πως ολίγον έλειψε να ιδώ και τον Άγιον Βασιλέα! — Τον Άγιον Βασιλέα! εκραύγασεν έκθαμβος ο ιερεύς. Μέγας ει Κύριε! Άλλη φορά δεν μου τα είπες αυτά.
Επειδή δε το χρώμα είναι εις το άκρον, θα είναι και εις το άκρον της διαφανούς ουσίας. Και καθώς εν τω αέρι άλλοτε μεν υπάρχει φως και άλλοτε σκότος, ούτως εις τα σώματα γίνεται το λευκόν και το μέλαν. Περί δε των άλλων χρωμάτων πρέπει νυν να είπωμεν, αφού κάμωμεν διακρίσεις τινάς, κατά πόσους τρόπους δύνανται να γίνωνται.
Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας σχεδόν τας οικιακάς περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι έκαμνον, και όσα άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ ημών και εκείνου.
Τον ίδρωτα σπογγίζει, Και πάλι ορθός τα θλιβερά τα λόγια του αρχίζει: — Τη μέρα εκείνη, ο άμοιρος, πώς την θυμούμαι ακόμα! Σε πόσους τη μολόγησε το γέρικό μου στόμα!.. Τον άγριον τότε Αλή πασά τα Γιάννινα βαστούσαν, Που 'ς τη βαρειά φοβέρα του κ' οι κλέφταις προσκυνούσαν. Ήμουν μικρός, πολύ μικρός. Αγνάντια 'ς την Καστρίτσα Ο κόμος 'πανηγύριζε. Η μάνα μου η Ζωίτσα Πήρε κ' εμένανε μαζύ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν