Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Βελονιές μυριάδες, μικρές βελονιές, σχημάτιζαν απάνω της το περίπλοκο κέντημα των πόνων — που δεν το ζωγράφισαν ποτέ χέρια φτωχής κόρης σε δαντέλλα μηδέ τ' άστρα στον ουρανό. Κάτου απ' το πεύκο η πεθαμένη καρδιά εστέναζε κι' έλεγε. — Δε στενάζω που η πληγές μου ήταν μυριάδες — μόνο στενάζω που ήταν τόσο μικρές, που ήταν βελονιές.
Κι όλη την ώρα συλλογιζόμουνα το έρημο δρομαλάκι, με το άσπρο, ξερό του χώμα, που δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Συλλογιζόμουνα το νεογέννητο γαϊδουράκι, που τόδιωξε τόσο άγρια ο αγωγιάτης και θαρρούσα πως τόβλεπα τώρα μεγαλωμένο, γεμάτο πληγές, να σέρνη το φορτίο του στους δρόμους, υπομονετικό και παραπονεμένο.
Για σας απόθανα, με τον Χριστό σαν αποφάσισα να ζήσω, Σταυρώθηκα μαζύ μ' Αυτόν. Να ξεψυχήσω, πάνω στον σταυρό κι' εγώ υψώθηκα. Τρυπήθηκα με τα καρφιά και μέσ' στο αίμα σαβανώθηκα. ΕΥΝΙΚΗ. Αν σε σταυρώνανε εσένα, απ' της πληγές σου ολοένα το μύρο θάτρεχε της καλωσύνης σου. ΑΓ. ΔΗΜ. Στήριξέ με, Κύριε, στο δρόμο της δικαιοσύνης σου.
Πού μ’ εγκρέμισες, μοίρα, κακή μου μοίρα! ΧΟΡΟΣ Σε φοβερόν ανάκουστο κακό σε ρίχνει η μοίρα σου° δεν το είδανε ανθρώπου μάτια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω μαύρο νέφος, που ο κακός άνεμος σε φέρνει, νέφος ακαταδάμαστο. Ωιμέ. Ωιμέ κι αλλοίμονο, ποιους πόνους απ’ τις πληγές μου δέχομαι! Και ποιών κακών ανάμνησι... ΧΟΡΟΣ Βέβαια δεν είν’ άπορο για τέτοιους πόνους ότι διπλά πενθείς κι ότι διπλά υποφέρεις.
Και θα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή, πως, όταν οι πληγές μου κλείσανε καλά, μούκανε προτάσεις. Άλλωστε, είπε σε όλες μας να μας παρηγορήση. Μας βεβαίωσε, πως σε πολλές πολιορκίες το ίδιο έχει συμβή και πως αυτό ήτανε &ο νόμος του πολέμου.& Όταν οι συντρόφισσες μου μπορέσανε να περπατήσουνε, τις πήγανε πεζές ως τη Μόσχα.
Αφτούς γιατροί με τα πολλά βοτάνια τους κοιτάζουν και τους γιατρέβουν τις πληγές. Μα εσύ καρδιά δεν έχεις! Σαν τέτιο πάθος που βαστάς πεισματικά στα στήθια 30 θεός να σώζει, ω της κακής της ώρας παλικάρι!
Αλλά όταν, μέσα στο θόρυβο και τον ενθουσιασμό των ασμάτων, των κωδωνοκρουσιών, των σαλπίγγων και των κεράτων, — τόσο μεγάλο θόρυβο που ούτε τους κεραυνούς του Θεού δε θα μπορούσε κανείς ν' ακούση — όταν ο Τριστάνος έφθασε στο ανάκτορο, έπεσε μισολιπόθυμος στα χέρια του Βασιληά Μάρκου. Και το αίμα έτρεχε από της πληγές του ποτάμι.
Απαραίτησέ με, σε παρακαλώ, του είπα εγώ αναστενάζοντας, και μη με βιάζης να πληρώσω την περιέργειάν σου, διότι δεν ημπορώ να σου δώσω την ευχαρίστησιν χωρίς να ξανοίξω τες πληγές μου, που διά την ώραν είνε κλεισμένες.
Σε μερικά διατηρούνταν ακόμα οι βαφές που τους είχε βάλη ο τεχνίτης. Άλλα έδειχναν μ' αναγέλασμα τις πληγές που τους έδωκε σε περασμένα χρόνια ο βάρβαρος καταχτητής· άλλα κρατούσαν απαράλλαχτο το χαμόγελο και τη χαρά του καιρού τους. Μάλιστα κάτι γυναίκεια κεφάλια είχαν τόση γαλήνη στο πρόσωπο και το βλέμμα τους, που έλεγες πως ήταν σημερνές νυφάδες.
Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν