Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Είχαν πη τόσα αδιάφορα πράγματα στο τραπέζι, είχαν αραδιάση τόσα λόγια και τόρα ξεκουράζουνταν μέσα σε μεγάλη σιωπή. Γύρω τους όλο το μεγαλείο και το μάγεμμα της νύχτας, τους μεθούσε και τους συνέπαιρνε από στιγμή σε στιγμή, κ' οι καρδιές τους ανάλυοναν από μεθυστικούς χτύπους, μέσα στην αδιάκοπη αναπνοή του κοιμισμένου γέρου, π' αντηχούσε στο πλάι τους ήσυχη κι ευτυχισμένη.
« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνω 'ς το θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίρι 'ς την καρδιά. » Μου έμπηξε 'ς το πλάι — »
Η ντόνα Έστερ ξανακάθισε πλάι του κι εκείνος την αισθάνθηκε που έτρεμε ολόκληρη. «Α, Έφις», μουρμούριζε. «Εκείνος είχε τη ιδέα από τότε κι εσύ δεν έλεγες τίποτε; Και έφυγες; Γιατί όμως; Για να πω την αλήθεια, όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Εγώ ποτέ δεν έμαθα τίποτε: μόνο οι ξένοι έρχονταν να μου το πουν, μόνο οι ξένοι.
Οι άλλοι μαραμένοι, άφωνοι, βουβοί απόμειναν στο πλάι του λοχία τους. Ο Βλαχογιώργος έβριζε ολοένα από τη λύσσα του. Έγυρε μπρος στης πόρτας το διαπόρι πάλι και μανιακός μούγκριξε καταμέσα· — Τζούτζιας! Γκότσης! Ντρούλιας! όξου παλιοκούλουκα!... Ήταν αφτοί οι τρεις πρώτοι, οι τυχεροί, που θαλατίζονταν με το σκοινί. Όλοι έμειναν μέσα άσειστοι, βουβοί. Κανείς δεν εκινήθηκε.
Μόλις με είδε από εκεί που εμβήκεν ο Κλεινίας, να κάθωμαι μόνος μου, διευθύνεται αμέσως προς το μέρος μου και κάθεται πλάι μου, δεξιά μεριά, όπως το παρετήρησες και συ.
Αυτή γύριζε εκείνη τη στιγμή απ' τ' αμπέλια πέρα, καβάλλα στον ψαρή της, χωριατοπούλα όμορφη και δροσερή, αρχοντοπούλα ζηλευτή, γραμματισμένη περισσότερο απ' όλες τις φιλενάδες της. Ξεππέζεψε πεταχτή, τίναξε χαριτωμένα τ' άσπρο φουστανάκι της, και βρέθηκε στο πλάι του πατέρα της.
Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.
Είδε τη Νοέμι που έτρεμε και ακούμπησε κι εκείνος το χέρι του στον τοίχο, πλάι στο δικό της.
Σαν παιδί του σε είχε κι' είνε αγνωμοσύνη — με συμπάθειο — βρυσές τέτοιες να του σωριάζης! Χρυσές θα πέρναγες πλάι του μέρες. Το θέαμα θάνε ωραίο, μα τον Απόλλωνα. Σώσου από την καταστροφή. Αν η Θρησκεία σου προορισμένη είνε για να ζήση, η θυσία σου τίποτε δεν θα της προσθέση. Και να σου πω, χωρίς να σε ντραπώ: Όλες η θρησκείες — άκου και μη θυμώνης να της φασκελώνης είνε. Στάσου.
Μ' αυτό σερνότανε απάνω στα καλδερίμια του νησιού, μ' αυτό κτυπούσε τις πόρτες, γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ' αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που χυμούσανε να την ξεσχίσουν. Κ' όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθή τώβαζε πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν μπορούσε να σηκωθή απ' το στρώμα. Σιγά — σιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν