United States or Cabo Verde ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί είναι θαμένος ο Αλή Πασσάς από το Τεπελένι. Πάρα πέρα, τριγυρισμένη από τα Τούρκικα απέραντα νεκροταφεία, είναι η Ζωοδόχο Πηγή, εκεί που ζωντάνεψαν τα ψάρια που τηγάνιζε ο καλόγερος στις 29 του Μάη του 1453, ημέρα Τρίτη.

Το πιο παράξενό του όμως είναι που όσο και να γεννοβολούσε μεγάλες ιδέες, δε φάνηκε νάβγαλε καμιά πέρα ατός του, παρά έβρισκε πάντα άλλον άνθρωπο άξιο να του τη βγάλη πέρα.

Και πότε νάβγει η ρόδινη περικαλιέται αβγούλα, 240 τι τάζει, τ' ακροφίγουρα των καραβιών θα κόψει, κι' αφτά θα κάψει μ' άσβυστη φωτιά, και τους Αργίτες θα πελεκήσει εκεί κοντά μες στου καπνού τη ζάλη. Τα τρέμω αφτά κατάκαρδα, μην του τη βγάλουν πέρα την παινεσιά οι θεοί, κι' εμάς μην είναι εδώ γραφτό μας 245 να πέσουμε όλοι δίχως πια να ξαναδούμε τ' Άργος.

Ακολουθώντας την πρώτη προσταγή κλείνουν οι Βασιλικοί αξιωματικοί τα θέατρα, τα λουτρά και το Ιπποδρόμιο. Σταματούν το σιτηρέσιο, και στήνουνε κριτήριο καταμεσή στο Φόρο, τάχα να βρουν τους ενόχους. Αλυσοδεμένους τους έφερναν εκεί πέρα όλους τους πλούσιους. Αντίς ανάκριση δούλευαν τα βασανιστήρια, κι όσο για τις απόφασες, Θεός κ' η ψυχή τους.

Για να γελάσουν τους οχτρούς, για να τους παντεχένουν Αμέτρητους, αμέτρητα σπαθιάτους τοίχους στένουν, Και τουφεκίζουν όλοι τους μια εδώ, μια εκεί, μια πέρα, 'Σάν νάχουν τα προχώματα πιασμένα πέρα-πέρα. Με λίγαις 'μέραιςτο γιαλό καράβια 'ξαγναντίζουν, 'Λίγα καράβια Ελληνικά κι' οι Τούρκοι αναμερίζουν. Η θάλασσα είνε ελεύθερη.

Εχτύπησε στα πλάγια του γκρα κι άφησε μεταλικόν ήχο η σουβλερή ξιφοθήκη, ανεμίζοντας πέρα δώθε τη λερή φουστανέλα του Σκοπού. Ο γκρας με βιασύνη σηκώθηκε κι αφτός πάνου στον πλατύν ώμο του έβζωνα, από τη γη χάμου, οπαναπαβόταν ακουμπισμένος

Τότες τον έβρισε άσκημα του Οϊλέα ο Αίας «Τι πάντα πρώτος, Δομενιά, πετιέσαι; Εκείνα ακόμα στον κάμπο πέρα, τρέχουνε, τ' αψηλοπίλαλα άτια. 475 Δεν είσαι νιος και τόσο δα, που τα δικά σου τάχα πιο αλάργα να ξανοίγουνε απ' ολωνών τα μάτια.

Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ εκείνου που αιστάνθηκα τότε και κείνου που με γέμιζε τώρα μ' ευτυχία κ' ελπίδα, και την ίδια στιγμή μου ήρθε στο νου πόσα χρόνια έθρεφα τον πόθο της θάλασσας. Σαν δράμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια ανάμνηση, που την είχα λησμονημένη πολύν καιρό. Ένα παιδί στέκει σ' έναν ψηλό βράχο και κοιτάζει πέρα τη θάλασσα.

Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.

Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς: Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!