Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Στρατολογήσας εν βία ο Ομέρ Βριόνης είχε παραλάβει πολλούς νεανίσκους αλβανούς και περί τούτων γίνεται λόγος ενταύθα, «Εκείνος είναι νειώτερος... θα πάρη τώνομά σου» σ. 109
Απάντησεν ο Ευρύμαχος· «Του Ικαρίου κόρη, 320 ω Πηνελόπη φρόνιμη, νύμφην εσέ να πάρη τούτος, δεν υποψιάζουμε ποσώς· αλλ' ουδ' αρμόζει· αλλ' εντρεπόμασθεν ανδρών και γυναικών το στόμα, μη κάποιος απ' τους Αχαιούς ουτιδανός πότ' είπη· ανδρός λαμπρού την σύντροφον πολύ κατώτεροί του 325 άνδρες ζητούν, και το στιλπνό τόξο του δεν τανύζουν· αλλ' ήλθε πολυπλάνητος πτωχός από τα ξένα, το ετάνυσε και πέρασε το σίδερο με βέλος· αυτά θα ειπούν και όνειδος 'ς εμάς θα ήναι ο λόγος».
Ο πονηρός Αστρονόμος απέφυγε να σαφηνίση το πράγμα· είπε μόνον: — Δεν αφίνει αυτός το Πηγιό έτσα εύκολα να του το πάρη άλλος. Ό,τι μπορεί θα το κάμη. Ο Μανώλης ενόησε τότε διατί ο πατέρας του και οι άλλοι έλεγαν τον Αστρονόμον «κουζουλόν». Μόνον τρελλός ηδύνατο να πιστεύση ότι ήτο ικανός ο σπασμένος ο Τερερές να δέση τον Μανώλην. Αν τον εύρισκε κοιμισμένον, μπορεί.
Αλλ' ακριβώς διά να σκάση τον Τερερέν, έπρεπε να την πάρη. Λοιπόν θα τον έσκαζε τον ασχημάνθρωπον τον Τερερέν. Θα επέμενε να πάρη την Πηγήν, μαγάρι κιάν επρόκειτο να περιμένη δέκα έτη. Το βέβαιον είνε ότι από την προηγουμένην εσπέραν είχον εκ νέου στραφή τα αισθήματά του προς την κόρην του Θωμά.
Έτσι είπε, και τους άρχισε ραβδιές, κι' οι Τρώες όξω τραβούσαν, γιατί βιάζουνταν να ξεκινήσει ο γέρος. Πήγε έπειτα και φώναξε με τις βρισές τους γιους του, τον Πάρη και τον Έλενο, το θεϊκόνε Αγάθο, τον Πάμμο, το βροντόφωνο Πολίτη και τον Πόθο, 250 το Δήφοβο κι' Αντίφονο, το Διο το ζηλεμένο. Αφτούς φωνάζει τους εννιά και τους προστάζει ο γέρος «Ομπρός, χαζοί κακά παιδιά, σαλέψτε!
Παίξε, αργαλειέ μου, βρόντησε, ... πέτα χρυσή σαΐτα, 'Τρίξτε καϋμένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου, Να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου, Γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρη. Ένα παλάτι αδιάβατο κλειστό και ρημαγμένο Πανώρηο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο. Δέρν' η θολούρα, η χειμωνιά το έρμο το παλάτι, Κι' ουδέ μιλάει το μάρμαρο, ουδέ κι' ανοίγει μάτι.
Ο Αρισταίνετος του είπεν ότι καλά έκαμε, και τον εκάλεσε να πάρη μίαν καθέκλαν και να καθήση πλησίον του Ιστιαίου και του Διονυσοδώρου.
— Σώπα, σώπα, σου λέγω! τον ετραβούσεν ο μπάρμπα-Γιωργός διαρκώς από το ράσσον. Θα σ' πάρη την μιλιά. Υψηλή, χαριτωμένη ως διακοπούλα, η λευκοφόρος κόρη ίστατο εκεί επί του μαρμαρίνου βαθρυδίου της Αγίας Πύλης ακίνητος, ιερά. Και ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Και ήνοιξε τότε τα στόμα της και είπεν εν ψαλμωδία. — Σώζου, γλυκύτατε πάτερ! Σώζου, ω μάταιε βίε. Σώζου η σύμπασα κτίσις.
Δε μου φαίνεται σωστό πράγμα, για μια μικρή απείθεια της κόρης σου, ν' αποφασίσης να την κλείσης σε μοναστήρι: ν' ακολουθήσης δηλαδή τυφλώς το πάθος σου, μόνο και μόνο γιατί δε θέλει να πάρη εκείνον που θέλεις εσύ.
— Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν