Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Μήτε κανείς να εγγίζη τα ιδικά μου χρήματα όσον είναι δυνατόν, μήτε πάλιν να μου πάρη και το ελάχιστον, χωρίς να με πείση. Συμφώνως δε με αυτά τα ίδια θα κάμω και εγώ ως προς τα χρήματα των άλλων, όταν έχω νουν σώφρονα.

Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.

Πες τους ότι, αν αφήσουν να μας πάρη το ποτάμι, Ευθύς πάλιν ο στρατός μας είνε έτοιμος να κάμη Ένα ήσυχο σεργιάνι έως εις την Θεσσαλία . . . Πες τους, ότι δεν εχάθη των ελλήνων η ανδρεία, Ότι έχομεν τουφέκια, Κρουπ κανόνια αρκετά, Υποβρύχια, τορπίλλας, και λαμπρά θωρακωτά.

Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι.

Αυτός παλιμάτα, μ' όλη την επιθυμία πούχε, να πάρη τα φλωριά του και να γυρίση το γληγορώτερο στον τόπο του και στο σπίτι του και να ιδή τη γυναίκα του, που δεν ήξερε τι γένονταν είκοσι ακέρια χρόνια, θυμήθηκε ματαπάλι την συμβουλή του πατρός του και προτίμησε παλιμάτα τη συμβουλή από τα εκατό φλωριά, και κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Τη δουλειά που θέλεις να κάνης θυμωμένος, άφησε τη γι' αύριο&».

Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!

Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμμένους; . . . Για να την αφήση ο χάρος, γρηά, κακόγρηα, κακομαγειρεμμένη, να μην την πάρη, και σωθούν η αμαρτίες της! . . . Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, τ' ακούς!. . . . Κ' έκανε την πεθαμμένη, τ' ακούς! . . . Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της; . . . κι' αν δεν την εκακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήλθε, άτυχα, του κοριτσιού μου . . . Και πώς να τώχω, ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα φριμμένο, Θε μου! . . . Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό . . . Που μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα . . . Κ' εγώ έλεγα, η καϋμένη, νάρθη ο Θανάσης απ' την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ! . . . Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά! . . . Απ' το Θεό ας τωύρη!

Του μαστρο-Κολλητή το γιο θανάτωσε ο Μηριόνης, το Φέρεκλο, που κάτεχε να φτιάνει με τα χέρια 60 κάθε λογής ψιλοδουλιά, τι η Αθηνά περίσσα τον αγαπούσε., που κι' αφτά μαστόρεψε τα πλοία του Πάρη τα πρωτόκακα, που σ' όλους τους Τρώες και στο δικό του φέρανε κεφάλι τόσες πίκρες· τι των θεώνε τα γραφτά δεν τάχε σκολιασμένα.

Τ' αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό εκαρφώθηκαν όλα που δεν επέρναγε τρίχα. Επλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί επλάκωσεν η ανυπομονησία μας. Όσο επλησίαζαν τα μεσάνυχτα τόσο εμεγάλωνε το ψυχοβάσανο. — Ε και να μας τον έφερνε τρεμουντάνα! — Ας τον πάρη πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.

Είναι γνωστόν ότι και ο τελευταίος αστοιχείωτος αναγνώστης όταν πάρη να αναγνώση μίαν κωμωδίαν, αμέσως ζωογονείται ο τόνος της φωνής του και απαγγέλλει με έξαψιν χαράς, λύπης, οργής, ειρωνείας, γελώτων κτλ και εν γένει με σύμπραξιν των χειρών και των ποδών και της φωνής και των μορφασμών του.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν