Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται. Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό.
Όταν είμουνα στην ακμή της ευτυχίας μου και ζούσα για σε και για τα παιδιά και για καθετίς που είταν ωραίο, και τότε το ήξερα πάντα πως θαρθή μια μέρα, που έπρεπε να τα χωριστώ όλα και πως τίποτε δε θα μπορούσε να μ' εμποδίση σ' αυτό. Ήξερα πως θα το ήθελα και δε θα το ήθελα, θα το πιθυμούσα και δε θα το πιθυμούσα κι όμως θα πήγαινα στο σκότος, όπου ανήκω.
Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρη κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πη. Μα η αγάπη πάλε δεν είνε μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει!
Ποιανού είταν το γράμμα; τι είταν τα κλάματα; Αμέσως έννοιωσα πως είταν κάτι, — κάτι που δεν το ήξερα. Δεν είχε τη συνηθισμένη της την όψη· ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος και πήγαινα — ο δύστυχος! — να τρέξω να της πάρω βιαστικά από τα χέρια το γράμμα. Πόσο χαίρουμαι τώρα που δεν τόκαμα! Γιατί να μου έρθη υποψία πως γύρεβε τάχατις κάτι να μου κρύψη; Η καημένη!
Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.
Κατέβαινα κάτω στο γιαλό, κάτω στη μοναξιά, για να φωνάζω τόνομά σου, για να πιστέβω πως είσαι κοντά μου, για να ξέρω πως υπάρχεις. Σ' ό τι νησί κι αν είμουν, είχα πάντα βία να φύγω. Γρήγορα γρήγορα να πάω! Ίσως στάλλο το νησί καλήτερα θα είναι· ίσως θα κάμω καλήτερη δουλειά. Πήγαινα και πάλι έλεγα τα ίδια κ' ήθελα πάλε να τρέξω αμέσως αλλού.
Άμε στο καλό, Γιωργή μου, κια μαγαπάς να κάμης έτσα που σούπα. Το χέρι της ταδύνατο μάγγιξε στο κεφάλι μου και πριν να ταποσύρη πρόφταξα, τάρπαξα και το κατεφίλησα. Κιόταν βρέθηκα έξω και τραβούσα κατά το σπίτι μας, τόσο θολωμένα ήσαν τα μάτια μου από δάκρυα, ώστε και, στη διαφάνεια της θερινής νύχτας δε διάκρινα πού πατούσα και πού πήγαινα.
Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά, Αρχίνησε γλυκά, γλυκά. Κι' αρμονικά να ψάλλη. 'Σ το λάλημα του αηδονιού Ξυπνάει λαχταρισμένη Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά, Κυτάει, και μες απ' την καρδιά Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει. « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε » Τι όνειρο που είδα!... «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό » Να πάρω 'λίγο, δροσερό· » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»
Ό,τι άνοιξε τα παράθυρά του ο Φώτης, και τα κοπέλλια του, άλλος σκούπιζε τα τσιγαροκόμματα της αποψεσινής συντροφιάς, άλλος διάρμιζε τα ποτήρια και τα καφκιά, να και χώνεται μέσα σαΐττα ο Μανώλης, του Δημήτρη ο δουλευτής, λαχανιασμένος, σκουνισμένος, κατάχλωμος. — Φονικό! κράζει του Φώτη. Ό,τι πήγαινα στις ελιές, και στο μισό το δρόμο στρωμένος ο κυρ Πανάγος! Αλλού αυτός κι αλλού το κεφάλι του.
Έκοβα την εργασία και πήγαινα έξω και δειπνούσα για νακούω θόρυβο και να βλέπω ανθρώπους, για να βρίσκουμαι μέσα σε μια ζωή όλη πυρετό, να την αιστάνουμαι να βουίζη γύρω μου και να μου καίη τα μηλίγγια. Το έργο τέλειωσε όμως κ' αιστάνουμαι μόνο μια μεγάλη κούραση. Εκείνο που ζητώ τώρα δεν είναι ούτε δόξα ούτε ποιητική χαρά. Έχω το συναίστημα πως ο νους μου ζει μόνο σε βάρος του άλλου μου κορμιού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν