Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Τη θέση του ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξη τη φωνή του. Είτε στο στασίδι της εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του.
Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.
Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.
Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο. Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι και προσπεράσανε — σαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή. Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας χαράδρας. Ο πονεμένος λησμόνησε. Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες. Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ άλλη φορά, σας ακούω.
Ο ίδιος, ωστόσο, περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας στο χωριό ή καθόταν στον πέτρινο πάγκο μπροστά στο μαγαζί της αδελφής του Ρετόρου. Οι άνθρωποι έστριβαν τη γωνία μόλις τον έβλεπαν, τόσο πολύ φοβόνταν την κακογλωσσιά του.
Στην κουζίνα είχε φως, όχι όμως το λαμπρό φως όπως στο σπίτι της Γκριζέντα, αλλά ένα πένθιμο λυχνάρι πάνω από τον αρχαίο πάγκο, στη μέση ενός πυκνού σκοταδιού. Όχι, τίποτε δεν είχε αλλάξει: όλα ήταν νεκρά ακόμη. Και ο Έφις σκέφτηκε με πόνο: «Δεν πρέπει να είναι αλήθεια ότι η ντόνα Νοέμι είπε το ναι.» Ενστικτωδώς προσπάθησε να κρεμάσει το δισάκι στο κρεμαστάρι, αλλά το κρεμαστάρι δεν υπήρχε.
Αλλά πηγαίνετε να τον βρήτε, ωραία φίλη, μιλήστε του, κυττάχτε αν θα τον αναγνωρίστε». Η Βραγγίνα πήγε στη σάλα όπου ο τρελλός μεινεμένος μονάχος, είχε καθήσει σε έναν πάγκο. Ο Τριστάνος την ανεγνώρισε, άφησε κάτω το ρόπαλο κ' είπε: «Βραγγίνα, άδολη Βραγγίνα, σας εξορκίζω στο Θεό, λυπηθήτε με! — Βρωμερέ τρελλέ, ποιος διάβολος σας είπε τόνομά μου;
Όλοι πήγαιναν να διασκεδάσουν εκεί πέρα. Σα να βλέπω τη μητέρα σας, τη ντόνα Μαρία Κριστίνα, καθισμένη στον πάγκο στη γωνιά της μεγάλης αυλής. Έμοιαζε βασίλισσα με την κίτρινη φούστα της και το μαύρο, κεντητό της σάλι.
Σηκώθηκε με σεβασμό μπροστά τους την ώρα που κάθονταν στον πάγκο και μόνο όταν η ντόνα Έστερ ρώτησε: «Έφις, ξέρεις τι συμβαίνει;» εκείνος σήκωσε τα μάτια και είδε την Νοέμι να τον καρφώνει με το βλέμμα, όπως ο δικαστής τον κατηγορούμενο. «Ξέρω. Εγώ φταίω. Για καλό όμως το έκανα.» «Όλα για καλό τα κάνεις εσύ! Φαντάσου να τα έκανες και για κακό! Στο μεταξύ όμως….» «Δεν είναι δα και εχθρός!
Η ντόνα Έστερ όμως τον άρπαξε από το χέρι και η Νοέμι, που πήγαινε από πίσω του, έπεσε βαριά επάνω στον πάγκο, όπως η ντόνα Ρουθ, με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο μελανό. Εκείνος πήγε έξω, κάθισε στο σκαλοπάτι και έμεινε όλη τη νύχτα ακίνητος με το κεφάλι μέσα στα χέρια. Πριν την αυγή έφυγε για να πάει να βρει τον Τζατσίντο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν