Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα.
Επροχωρούσαμεν, όλα τα παιδιά προς την σκοτεινήν σκάλα του Νάρθηκα, για ν' αναβώμεν επάνω εις τον γυναικίτην· μπροστά ο Φαφάνας με το βιβλίον, τα ασημένια νομίσματα, και το κερί το αναμμένο, και δίπλα του εγώ σαν προστάτης· και του εψιθύριζα 'ς το αυτί, από αγάπην τάχα: — Μη φοβάσαι, μη φοβάσαι! Κοντά μας ήτανε τ' άλλα παιδιά με ζήλειαν κυττάζοντα.
Συ όμως είσαι Χριστιανός, και ο Πέτρος, όστις εις τον νάρθηκα κρυφίως εδίδασκε τον πτωχόν Κώσταν, είναι επίσης Χριστιανός, και μάλιστα υιός σεβασμίου ιερέως του Χριστού· αλλ' ο Κίμων, γεννηθείς πολλά έτη προ Χριστού, δεν ηδύνατο να γνωρίζη τας εξής χριστιανικάς παραγγελίας
Και αμέσως παίρνω και άλλα δυο παιδιά μαζύ μου, και πηγαίνω κάτω 'ς την πόρτα του Νάρθηκα και στέκουμαι εκεί. Ύστερ' από λίγο, να κ' έρχεται ο Φαφάνας με το Μηναίον ανοικτόν, γεμάτο ασημένια νομίσματα, με το κηρίον αναμμένον.
— Ούθε το πρώτο μου παπούτσι!... ούθε το πρώτο μου παπούτσι! ... φώναξε δυνατά ο Αρλετής. Ο αντίλαλος του νάρθηκα αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή του ψάλτη. — Παπούτσι.... παπούτσι!... — Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα. Κανείς δεν έσκυψε· όλοι έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σα να ζητούσαν τη γνώμη του.
Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε : ― Θα τον σκοτώσουν ! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! ― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι. Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν, Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι.
Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.
Αλλ' ούτε λόγο, ούτε καν χαμόγελο ένα δε μπόρεσα να της κλέψω της σκληρής. Το μοναστήρι είνε χτισμένο μέσα στο λόγγο. Έχει ψηλούς τοίχους περίγυρα κι από μέσα τα κελλιά αραδιασμένα με τες κρεββάτες τους, την πλακοστρωμένη αυλή με τα δέντρα της και το εκκλησάκι, μικρούτσικο και παλιό, από τα χίλια εκατό, καθώς γράφει στο νάρθηκά του, σκοτεινό, ήσυχο, όλο ευλάβεια και θρησκευτική ανατριχίλα.
Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην — ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν