United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος. Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει.

Και δεν του μίλησες, μπάρμπ' Αναγνώστη! ηρώτησεν η γρηά-Κυρατσού. — Δεν πας εσύ να του μιλήσης, παρακαλώ; Και πού σ' αφίνουν οι αστυφύλακες να πλησιάσης εκεί, μέσα σ' εκείνην την φωταψία και πολυτέλεια, που φυλάνετην αράδα εκεί, σαν τους νιουδαίους. Εκεί, γρηά μου, για να πλησιάσης, πρέπει νάχης μια παλάμη ψηλό κολλάρο.

Κυρά, διά όσον χαροποιά που έπρεπε να μου είνε τούτη η νύκτα, βλέπω που μου είναι πολλά ανυπόφορη, με το να μη ημπορώ να ιδώ τα κάλλη σου· διά το οποίον θέλω έχει μίαν παντοτεινήν θλίψιν, που το ταχύ πρέπει να σε αφήσω χωρίς παντελώς να σε γνωρίσω· μα παρακαλώ σε, κυρά μου, μην είσαι τόσον σκληρά που να μη μου κάμης ετούτην την παραμικράν ευχαρίστησιν, το ολιγώτερον να μου μιλήσης κανένα λόγον.

ΦΙΝΤΉΣ Τ' είναι πάλι; Κανένα παράπονο βέβαια; ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ήρθα, κύριε εργοστασιάρχη, σήμερα το πρωί και σας ζήτησα δυο φορές στο γραφείο, μα δεν μπόρεσα να σας πιτύχω μονάχο. Επειδή όμως είναι ανάγκη να σας μιλήσω, αναγκάστηκα να σας ενοχλήσω εδώ, στο σπίτι σας. Έχεις βέβαια να μου μιλήσης σοβαρά. Όμως, κύριε Μηχανικέ, ήρθε κ' η σειρά μου να έχω κ'εγώ σοβαρά παράπονα εναντίο σου.

Μανώλη, του είπε μίαν εσπέραν με ήρεμον αυστηρότητα. Ο καιρός απού θαρραβωνιαστής την Πηγή εσίμωσε, μόνο πρέπει να συμμαζωχτής. Όλοι οι ντεληκανίδες κάνουνε κουζουλάδες, μα εσύ το παράκαμες. Άλλη βολά δε θέλω να μιλήσης τση Ζερβουδοπούλας, γιατί θα γεννούμ' από δυο χωριά. Ο Μανώλης τον ητένισε με αυθάδη αταραξίαν. — Άδικα τα χάνεις τα λόγια σου, είπε.

Τόσον φθάνει, εξαναείπεν η Κεριστάνη, εγώ αναπαύομαι επάνω εις τον όρκον σου, ελπίζοντας ότι κάθε λογής πράγμα, που εγώ είμαι διά να κάμω εμπρός εις τα μάτια σου, να φυλάξης σιωπήν, και να μη μιλήσης τίποτε επειδή και οι εξωτικοί δεν κάνουν κανένα πράγμα χωρίς στοχασμόν· και ανίσως καμμίαν φοράν θέλεις με ιδεί να κάμω πράγμα, που να σου φανή αστόχαστον, πες με τον εαυτόν σου, αυτή δεν εργάζεται με τέτοιον τρόπον χωρίς δικαιολόγημα.

Και ήρθα είπεν ο Σταυράκης, να σε παρακαλέσω να του μιλήσης. Και εθύμωσε κ' ελυπήθηκε ο Άνθιμος για την νέα ατιμία και για την απονιά του Συνέσιου. — Θα του μιλήσω, Σταυράκη, του είπε, μα ό,τι κι' αν αποφασίση, εσύ δεν πρέπει να τον ακούσης· να κάμης ό,τι σου λε η συνείδησί σου. Κ' εγώ να σου πω εβαρέθηκα να τον βλέπω. — Ο Σταυράκης έφυγε και ο Άνθιμος επήγε και ωμίλησε του Συνέσιου.

Εσείς τόχετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως είναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι τόχετε στολίδι στο μέτωπό σας. Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσης φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρης εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα.

Αν κ' εγώ ο ίδιος δεν θαυμάζω, πως δυσπιστείς στην τύχη σου. ΑΔΜΗΤΟΣ Μπορώ να την αγγίξω, να της μιλήσω, ημπορώ σαν νάταν ιδική μου, γυναίκα πάλι ζωντανή; ΗΡΑΚΛΗΣ Μπορείς να της μιλήσης, αφού έχεις ό τι επιθυμείς τόσω πολύ. ΑΔΜΗΤΟΣ Ω μάτια, και σώμα της γυναίκας μου αγαπημένα, πάλι σας έχω, ενώ δεν ήλπιζα, να σας ιδώ ποτέ μου! ΗΡΑΚΛΗΣ Τα έχεις, είθε απ' τους θεούς κανείς να μη ζηλέψη.

Ω πατέρα βάρβαρε, εφώναξεν αυτός· ημπορείς εσύ να τυραννήσης με τόσην σκληρότητα μίαν θυγατέρα τόσον γλυκυτάτην και ωραίαν; Και ποία είναι το λοιπόν, η γνώμη του πατρός σου; ακολούθησε προς αυτήν, μίλησέ μου το λοιπόν, Αγγέλισσά μου, διατί δεν θέλει να σε υπανδρεύση; Δεν ηξεύρω καθόλου, ω αυθέντη, είπεν η Ζερμπρούδα, ξανανεώνοντάς τα κλάμματά της, δεν ηξεύρω ποίες είναι οι γνώμες του· μα σου ομολογώ ότι η υπομονή μου έφθασεν εις το άκρον δεν ημπορώ πλέον να ζήσω εις την κατάστασιν που ευρίσκομαι· ηύρα το μέσον διά να έβγω από το σπήτι, και επρόστρεξα εις την δικαιοσύνην σου διά να λάβης έλεος να του μιλήσης, διά να με υπανδρεύση, και να έβγω από την τυραννίαν του, ειδεμή θέλω θανατωθη με τα ίδιά μου χέρια.