United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού δε τούτο είναι αληθές, δεν έπεται άραγε λογικώς ότι προηγουμένως έλαβαν ύπαρξιν τα συγγενή με την ψυχήν παρά τα συγγενή με το σώμα, και ότι αυτή είναι γεροντοτέρα από το σώμα; Αυτό είναι λογικόν. Τότε λοιπόν η κρίσις και η μελέτη και ο νους και η τέχνη και ο νόμος θα είναι προγενέστερα από τα σκληρά και μαλακά και τα βαρέα και ελαφρά.

Εν γένει δε ο τόνος της λαλιάς της είνε απαλώτατος, ούτε βαρύς, ώστε να φαίνεται ανδρικός, ούτε παραπολύ λεπτός, ώστε να φαίνεται καθ' υπερβολήν θηλυπρεπής και ασθενής, αλλ' όπως είνε η φωνή του παιδίου, το οποίον δεν έφθασεν εις την ήβην, γλυκεία και ευχάριστος και τόσον μαλακά εισδύουσα εις την ακοήν, ώστε και όταν παύη, να παραμένη απήχημα αυτής και ως ηχώ παρατείνουσα τα λεγόμενα και εις την ψυχήν αφήνουσα ίχνη των λόγων ευχάριστα και πλήρη πειθούς.

Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμηρίζη, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνη μαλακά, και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ', όχι, χαδιάρη μ'! όχι κεφαλά μ', πάπο μ', χήνο μ'»! Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μάμμη Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, διά ν' ασημώσουν το παιδίον.

Μα ο παπάς την αγιαστούρα Πέρνει ευτύς και τον ξορκίζει Και με τη χοντρή μαγκούρα Στην αυλή τον προβοδίζει Και, κρατώντας το στηλιάρι, Ανεβαίνει στο πατάρι: — Κόρη μου να σε χαρώ Δυο λογάκια να σου πω! — Την αρπάζει απ' την κοτσίδα Την πετάει στην αντρομίδα Και της κάνει τα πλευρά της Μαλακά, σαν την .... καρδιά της.

Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθητην όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. και αυτ' είπετον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• «Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, 'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225

Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια. — Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και ημείς τα ιδικά μας. — Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα μας όλοι την ξέρουν. — Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος.

Εγλυκογεράνιζαν κάτω από της αβγής τα μαλακά και διάφανα ροδόφωτα· εγιάλιζαν απαλά, εξάστραφταν κι αγκάλιαζαν μέσα στους διάπλατους τους κόρφους τους, μυριόχρωμους τους ίσκιους από τις βαριές πέρα ακροπελαγιές, κι από ταμουδερά δώθε τα κυμοθάλασα. Εφέβγαμε κ' εμείς, γλυστρούσαμε, ετρέχαμ' ολοένα. ...Στο πανώριο νησάκι της Τίκλας μας απόξω, θα ψαρέβαμε. Επήραμε τον κάβο του νησιού.

Και δίπλα εκεί να ιδής, καλέ μου φίλε, καπετάνιε μου, επάνω εις ένα καναπέ ολόχρυσον ωσάν εις ένα θρόνον τον Άγιον Βασιλέα, οπού κοιμάται, και με τους ανασσασμούς του κονταναιβαίνει το στήθος του, σαν όταν κοιμάται ένας ζωντανός. Φορεί το στέμμα και κρατεί το σκήπτρον του ωχρός σαν πεθαμένος, πλην μαλακά τα μέλη του σαν ζωντανός . . .

Ενώ δε μεταφέρονται εκ τύχης συμφώνως με την ιδιότητά των έκαστον, και με αυτόν τον τρόπον συνέπεσε να προσαρμοσθούν κάπως τα συγγενή, δηλαδή τα θερμά με τα ψυχρά ή τα ξηρά με τα υγρά και τα μαλακά με τα σκληρά και όλα όσα κατά τύχην εξ ανάγκης ανεμίχθησαν με τα αντίθετά των, κατ' αυτόν τον τρόπον εσχηματίσθη ολόκληρος ο ουρανός και όλα τα ουράνια σώματα, και πάλιν όλα τα ζώα και τα φυτά, αφού έγιναν από αυτά αι ώραι όχι από νουν, λέγουν αυτοί, ούτε από κανένα θεόν ούτε με τέχνην, αλλά, καθώς είπαμεν, από την φύσιν και την τύχην.

νομίζω δε ότι παριστάνει πολύ επιτυχώς την απαλότητα αυτής, λέγων ότι δεν πατεί επάνω εις σκληρά αντικείμενα, αλλά εις μαλακά. Το αυτό τεκμήριον θα μεταχειρισθώ κ' εγώ, προκειμένου περί της απαλότητος του Έρωτος.