United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι γνωρίζουν πόσον αγαπούσα την μακαρίτισσα την μητέρα των• το έδειξα δε δι' όσων έκαμα δι' αυτήν, όχι μόνον όταν έζη, αλλά και αφού απέθανε, ότε έκαυσα μαζή της όλα της τα κοσμήματα και τα φορέματα, τα οποία περισσότερον της ήρεσαν.

Θαρρώ πως πιώτερο θες να δης τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ναρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίση ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ' αύριο. Να ο φύλακάς σου. Κ' ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύλακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.

Τότε ήτονε καπετάνιος Σάλονα και Λοιδορίκη ο Καπετάν Κούρμας και με πεντακόσιους αρματολούς επήρε Σάλονα, Λοιδορίκη και Έπαχτο, και περίττο από δυο χιλιάδες Τούρκων έσφαξαν. Ύστερα σε λίγο μας ήρθε η λοιμική και πολύς κόσμος εχάθη. Τότε και η μάνα μας η μακαρίτισσα, ο Θεός να την σχωράη, πέθανε, και η αδερφή μου Μάρω χρονών είκοσι οκτώ.

Ήμουνε με τη μάνα μου τη μακαρίτισσα και μου λέει: «Κάμε, παιδί μου, το σταυρό σου, κάμε παιδί μου το σταυρό σου». Ήκανε κη γίδια το σταυρό τση κεπαρακαλούσε το Θεό και την Παναγία. Στα λιβάδια ήσαν κιάλλοι χωριανοί, χριστιανοί και τούρκοι· κιήκουες ένα σύθρηνο μαζή με τση φωνές των ωζώ. Όλοι εθαρρούσανε πως εχάλα ο κόσμος.

Μαζί Μοναχάκη, μαζί θα γηροκομήσωμε. Όταν έφυγε ο Μαστρο-Αποστόλης ο Κουμιώτης ν' ανταμώση τη μακαρίτισσα τη γυναίκα του, το κομπόδεμα τάφησε στον Μοναχάκη. «Ό,τι έχω και δεν έχω για το Μοναχάκη είνε.

Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της.

Ως κι ο καημένος ο γέρο Βασίλης, σα να μην είταν εκείνος που μας δηγούνταν τα πάθια του στην ακρογιαλιά, ως και κείνος έβγαλε το μαντίλι και χόρεψε, με λουλούδι στάσπρο του κατσαρό. Ως κ' η μακαρίτισσα η γριά μου, που μήτε να χαμογελάη δεν πολυσυνήθιζε, σηκώθηκε στο χορό τη βραδιά εκείνη.

Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...

Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι.

Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.