Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


ΔΩΡ. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τι σίχαμα είνε αυτός που κοιμάσαι μαζή του; Εξ άπαντος τα πενήντα τα έχει περάση, είνε καραφλός και το πρόσωπο του έχει το χρώμα του κάβουρα. Αλλά δεν βλέπεις τουλάχιστον τα δόντια του; Χαριτωμένος άνθρωπος μα τους Διοσκούρους, μάλιστα όταν τραγουδή και θέλη να κάμη τον τρυφερόν• γαϊδούρι σωστό που γκαρίζει.

ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς• σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.

Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είν' εκεί, δι' όνομα του Βελζεβούλ! — Ίσως είναι κανείς μυλωνάς, που εκρεμάσθηκε διότι περιμένει ευφορίαν της γης. Καλώς ώρισες! Φέρε μαζή σου προσόψια πολλά· θα έχης να ιδροκοπήσης εδώ δι' αυτό που έκαμες.

Δε μαφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στρηφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας. Κιαπό τις σκέψες που δε μάφηναν να κοιμηθώ η ποιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν' αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστεια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ναποθάνωμε μαζή.

Καλά, είπεν επί τέλους ο μικρός Κλώσος, αφού είχες την καλωσύνην να με φιλοξενήσης, πάρε την δι' έν κοιλόν χρήματα, αλλά να μου γεμίσης το κοιλόν τώρα αμέσως. — Αμέσως, είπεν ο γεωργός, αλλά με την συμφωνίαν να πάρης μαζή σου εκείνο το κιβώτιον. Δεν θέλω να το έχω εδώ. Ποίος ηξεύρει; ημπορεί να είναι ακόμη μέσα ο διάβολος.

Ώρα κακή! τι ήθελα να γεννηθώ η μαύρη! Λίγον ρακί! — Αυθέντα μου, κυρία μου, βοήθεια! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι είν' ο τόσος θόρυβος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ημέρα ωργισμένη! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Τι έπαθες; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κύτταξ' εκεί! Δυστυχισμένη 'μέρα! ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αλλοίμονον, αλλοίμονον! Παιδάκι μου, ζωή μου! Ω! Αναστήσου, ή κ' εγώ μαζή σου θ' αποθάνω. Βοήθεια! Βοήθεια! Ω! φώναξε να έλθουν. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Είν' εντροπή!

Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 «Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, οπού τους ξένους προβοδούν, όσοιαυτούς προσφύγουν. με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, καιτην Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνάτούτο το μέρος ήλθα, ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. κ' έλ' απαρίθμησε ρητώςεμένα τους μνηστήραις, 235 να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω εάν θε να 'μασθ' αρκετοίαυτούς ν' αντιταχθούμε, όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».

Αλλά το δαιμόνιον όπου είχε μέσα του του προανήγγειλε τον κίνδυνον όπου έτρεχε, και σηκωθείς διά νυκτός έφυγεν από την χώραν, τρέχοντας εις τα βουνά, και φέροντας μαζή και την δαιμονόπλαστον κόρην, όπου ήτον έως έξ χρόνων τότε.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κεί που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα. . . . . στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Έπειτα τα ζητήματα αυτά εμείς τα εκανονίσαμεν προ του γάμου. Γιατί και εκατομμυριούχος να ήταν ο Κώστας, εγώ την εργασίαν μου δεν θα την άφηνα. Είναι τιμή! Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Εις την τάξιν την ιδικήν μας τιμή και χαρά της γυναικός είναι το σπίτι του ανδρός της... Μ α ρ ί α. Το σπίτι μας! η φωλειά μας που θα την χτίσωμεν μαζή.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν