Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.
ΟΡΑΤΙΟΣ Δύο νυκτιαίς, εις την αράδα, τούτ' οι φίλοι, ο Μάρκελλος με τον Βερνάρδον, 'ς την φρουράν τους, 'ς την νεκρήν κ' έρμην ώραν του μεσονυκτίου, απάντησαν το εξής· μορφή 'σάν του πατρός σου, όλη με τ' άρματα πατόκορφα ζωσμένη, φαίνετ' εμπρός τους, και με βάδισμα γενναίο αργά και μεγαλοπρεπώς περνά σιμά τους· και τρεις εβάδισε φοραίς, εις διάστημ' όσο το σκήπτρο 'πού φορούσ', εμπρός 'ς τα τρομασμένα Θαμπά τους μάτια· και απ' του φόβου την ενέργειαν εκείνοι στραγγισμένοι ωσάν πηκτή παγόνουν, στέκουν βουβοί, δεν του ομιλούν.
Θυμούμαι πώς με αντίκρυσες την πρώτη φορά ταράζοντας μου την καρδιά· δε σου ανθούσε στην όψη η πρώτη νιότη, δε φάνταζε η περήφανη ομορφιά, μα κάποια κρύφια λάμπαζε ωραιότη καθρεφτισμένη σε απαλή ματιά· ένιωσα: εμπρός μου σ' είχε η μοίρα στείλει σαν ένα αργά φτασμένο θείο Απρίλη.
Ενώ ετοιμαζόντανε ν' αρχίσουν την τρίτη βόλτα, ο Αγαθούλης μη βαστάνοντας πια, ζήτησε ως χάρη να ευαρεστηθούν να λάβουν την καλωσύνη να του τινάξουν τα μυαλά· του κάμανε αυτό το χατήρι· του δένουν τα μάτια· τον βάζουν να γονατίση.
Να ξανασάνη η αργατειά, κι' η ώμορφαις θερίστραις Να βγάλουν τα μαντήλια τους να δείξουν τοις θωριαίς τους, Να ταις γνωρίσω από μακρυά, να ιδώ πού νάναι η Πούλια Η Πούλια η αγάπη μου με τα γλυκά τα μάτια· Να καρτερέσω ολημερίς, ως που να πάρ' η νύχτα, Να πάη 'ς την βρύσι για νερό, 'ς την αργατειά να φέρη, Να την ευρώ κατάστρατα να την γλυκοφιλήσω, Και να της 'πω τον πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου.
Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν φθάνει αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι αχάριστος που είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να με αφήση να χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα το εδικόν μου, και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται; ετούτο δεν ημπορώ να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν· εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός και εχθρός της αδικίας, και ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, και να μου κάμη δικαιοσύνην.
Μα να! πλακώνει με τρανή σαν πύργο ασπίδα ο Αίας, κι' ο Έχτορας κωλώνει εφτύς ως στο σωρό των Τρώων. 129 Τότες σκεπάζει το νεκρό με την πλατιά του ασπίδα 132 και στέκει ο Αίας μ' ανοιχτά τα γιγαντένια σκέλια, σα λιονταρού που, ενώ περνά το δάσος με μικρά της, άξαφνα βρίσκει παγανιά στο δρόμο της, και στέκει 135 στα κουταβάκια ομπρός αντριά γιομάτη, κι' όλο κάτου τραβάει το φρυδοτόμαρο σκεπάζοντας τα μάτια· έτσι κι' ο Αίας στάθηκε μπροστά στο σκοτωμένο. 137
— Βρε, παιδιά, είνε άδικο να χαθήτε και σεις μαζί μας, τους είπε· και το ξένο χώμα έχει ψωμί για τους δουλευτάδες· εδώ θα πεινάσετε... — Ας πεινάσουμε αφεντικό, μαθημένοι είμαστε· είπε ο Μπαλαούρος. Κάλλιο πεινασμένοι μαζί σου παρά με ξένους χορτάτοι. — Έπειτα ποιος ξέρει; επρόσθεσε ο Κουτρουμπής με αστραπές στα μάτια· του λόγου σου μπορεί να μας δώσης πάλι τα καλυβάκια μας. — Άμποτε...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν