Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Τον περίφημον κήπον είχε μεταβάλει ο Κηφισσός εις κοίτην του. Εδέχετο δε να έλθη εις συμβιβασμόν μαζί της, αν του έδιδεν ολίγα κεφάλαια ν' ανοίξη ένα εμπορικάκι, εκεί κατά την Αγίαν Μαρίναν. Ήτο πληθυσμός παιδιών μικρών εις την εργατικήν εκείνην συνοικίαν κ' ήλπιζε να κερδίζη πολλά ο Σπύρος από το μικρόν εμπορικάκι ψευτολογών τα μικρά. Αλλά η Αρφανούλα ήτο άκαμπτος.
Πρωταγόρας Τι από τα δύο, είπε, θέλετε με μόνον εμέ να ομιλήσητε ιδιαιτέρως, ή εν ώ είναι μαζί μου και οι άλλοι; Πρωταγόρας Ποία λοιπόν, είπεν, είναι η αιτία, διά την οποίαν ήλθετε; Σωκράτης Αυτός εδώ ο Ιπποκράτης, είναι μεν εντόπιος, υιός του Απολλοδώρου, από μεγάλην και πλουσίαν οικογένειαν· αυτός δε φαίνεται ότι κατά τα φυσικά προτερήματα είναι ωσάν κάθε ένα της ηλικίας του.
Τους στρατιώτας σου εγώ τους είχα συναθροίσει κ' εγώ σου τους απέλυσα! ΡΕΓ. Ω! δεν αντέχω πλέον Είν' άρρωστη. Πηγαίνετε μαζί της 'ς την σκηνήν μου. Την σάλπιγγά σου σήμανε, κ' ανάγνωσέ το τούτο. ΑΞΙΩΜ. Σαλπίσατε! Ο Εδμόνδος είναι έτοιμος να τον αντικρύση». ΕΔΜ. Σάλπισε! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! ΚΗΡΥΞ Και πάλιν! Ερώτησέ τον τι ζητεί; 'ς της σάλπιγγος τον ήχον τι έρχεται;
Αυτή ξανακοκκίνησε ως μέσα στα μάτια κ' έκανε με το κεφάλι «όχι». Δε θαργήσωμε ξαναείπ’ ο Νίκος που με τις ματιές του αγκάλιαζε την πορφυρή της επιθυμία, την άλαλη, κ’ έπαιρνε κι ο ίδιος φωτιά, σα να του φαινόταν τώρα ο χορός αυτός ο μόνος σκοπός της ζωής του. Είν' η κυρία Ευρυδίκη κοντά στη Βεργινία και της είπα να μη φύγη πριν να γυρίσωμε. . . Ξανασήκωσε. η Λιόλια το κεφάλι της και κύτταξε το Νίκο κατάματα. . . Τι να τους έλεγαν τω ματιών του εκείνα της τα μάτια ! Τους έλεγαν; «Αχ ! θέλω, θέλω ! κι ας ήναι για ένα γύρο μοναχά τόσο πολύ ταποθυμώ που μετά θάθελα να πέθαινα !. . . Κύριε Νίκο ! Κύριε Νίκο ! σκότωσέ με, αν θέλης μα πάρε με μαζί σου ! Δε χόρεψα ποτέ μου σε χορό αληθινό, παρά μόνο μια φορά, τόσο δα λιγάκι, στο σπίτι μιας φιλενάδας μου που ήμουνα μικρή, πολύ μικρή μα δεν μπορώ να το ξεχάσω. . .» Αυτό τούλεγαν του Νίκου τα μάτια της.
Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.
Όταν την έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω της.
Όλα δε τα άλλα πράγματα και σκεύη όσα χρειάζεται έκαστος, να τα πωλούν μετακομίζοντες εις την κοινήν αγοράν εκάστου τόπου, και όπου νομίσουν κατάλληλον οι νομοφύλακες και οι αγορανόμοι μαζί με τους αστυνόμους ας ορίσουν θέσεις καταλλήλους διά τα οψώνια. Και εις αυτά τα μέρη να ανταλλάσσουν νόμισμα με πράγμα και πράγμα με νόμισμα, χωρίς κανείς να κάμη την ανταλλαγήν με πίστωσιν.
Ο δε Αμπτούλ μένοντας ακόμη μερικές ημέρες εμίσευσε διά την Μπάσραν μαζί με την γλυκυτάτην του Δαρδανέ, συντροφευμένοι από αρκετούς στρατιώτας του Καλίφη, έως που εφθασαν εις το σπήτι του, και εκεί επανάλαβε τον πλούτον του, και τον εχάρη έως το τέλος της ζωής του.
Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.
Αδελφέ, διά να ιδής το έργον οφθαλμοφανώς διόρισε ένα άλλο παρόμοιον κυνήγι, και κοινολόγησέ το, ότι έχομεν να υπάγωμεν και οι δύο μαζί με όλην μας την παράταξιν· όταν έβγωμεν από την πολιτείαν, αφίνομεν τους άλλους να μείνουν έξω, και ημείς οι δύο γυρίζομεν την νύκτα αγνώριστοι, και εμβαίνομεν εις το παλάτιον όπου εγώ κοιμούμαι, και τότε θέλεις βεβαιωθή αν το πράγμα έχει ούτως· όθεν του άρεσεν η συμβουλή του αδελφού του, και ευθύς διώρισεν όσα του είπε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν