Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Αντί να σύρουμε το λαό με το μέρος μας, πάμε μεις με το δικό του. Ο Τσαϊπάς σήκωσε τα μάτια ψηλά σα να ζητούσε συχώρεση για του χωριού του τη ντροπή. Όταν τα χαμήλωσε, πέσανε άθελα στο κόνισμα. Η σανίδα ντυμένη στις χρυσαλοιφές, κυκλωμένη με του λαού το σεβασμό ερχόταν απάνω στο ζωντανό θρόνο της με κάποια κωμική αξιοπρέπεια. Ο φοιτητής αγανάχτησε.
— Ναι, αλήθεια, μάνα· του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, οπού έλειπε καιρό και καιρό, κ' ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρη την Γκότσαινα να της κάμη τα μάγια μέσ' το αυγό, να ιδή με τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είνε καλά το καράβι ή όχι· και τότε η Γκότσαινα της λέει· κι' αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά· πάρ' ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονών να είνε, κατέβασ' ένα 'κόνισμα απ' το 'κονοστάσι, δος της το στα χέρια να το κρατή ώρα πολλή, και να το κυττάζη ατράνταχτα, χωρίς να ξεκολλήση ούτε στιγμή απ' το 'κόνισμα το μάτι.
Η αλήθεια είνε πως ερχόταν ολόρθο στα κύματα. Μπροστά του ένα φως τρανό του φώτιζε το δρόμο. Έλαμπε το φως· μα πιο πολύ έλαμπε το τίμιο το ξύλο. Περίγυρα το πέλαγο απέραντο και μελαψό ανάδευε με σύγκρυο. Ήρθε το κόνισμα και στάθηκα σιγά στον άμμο, κρύφτηκα σε μια βουρλιά. Και το φως κοντά του παραμόνευε. Κάποιο καλογεράκι σύρθηκε απάνω του και γνώρισε το θάμα.
Τόσο που αν είχε πρόληψες ο Τσαϊπάς θα νόμιζε πως το κόνισμα άρχισε απ' αυτόν τα θάματά του. Μα δεν ήταν τέτοιος κ' ήξερε καλά τον εαυτό του. Ο ραγιάς ήταν ακόμη στο αίμα και του αλυσόδενε τη θέληση. Ναι δυστυχώς! το σκαρί κ' εκεινού δεν ήταν διαφορετικό από το σκαρί των αλλονών, όχι!... Κ' έξω φρενών για την αρρώστεια του, γύρισε το θυμό εναντίον του.
Μέσα στους Ευμορφόπουλους από γενεές γενεών εβασίλευε κάποια αμφιβολία για την ωφέλεια που φέρνουν τα γράμματα στον άνθρωπο. Οι δάσκαλοι έλεγαν την παροιμία τους και την υποστήριζαν με φανατισμό, όπως οι μοναχοί τα θάματα που κάνει το κόνισμά τους. Ο πολύς λαός όμως τους σεβότανε για τη σοφία τους μα δύσκολα επίστευε στα επιχειρήματά τους.
Από τα λόγια του κι από τα φερσίματα — μπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα του — είχε καταντήση σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι· σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλη από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να ιδή το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις πλάτες. — Λοιπόν; ρώτησαν δυο — τρεις ανυπόμονα.
Δεν έχει ούτ' ένα 'κόνισμα, ούτε καντήλα μία, Μέσα του δεν ακούγεται η θεία λειτουργία, Και δεν μυρίζουν γύρα του τα μοσχολίβανά του· Μόνο την άνοιξι γλυκά λαλούν εκεί τ' αηδόνια, Και χύνουν τ' αγρολούλουδα μοσχοβολιαίς περίσσαις Και μουρμουρίζουν τα κλαριά, και τραγουδούν η βρύσαις, Και αιώνια το φωτίζουνε της νύχτας τ' άστρα αιώνια. Άλλον καιρό ήτον κι' αυτό 'ς τα νειάτα, 'ς τη ζωή του.
Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου: — Τίποτα! — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα. Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που κυβερνιέται το πλεούμενο.
Μα η φωνή του έσβυσε ασυντρόφιαστη και τα μικρά παιδιά έστεκαν άλαλα, κυττάζοντας το φοιτητή με απορία και θυμό. Ο ψάλτης αναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αυτός. Κανείς δεν τον άκουε. Ο φοιτητής του έπαιρνε και τη δύναμη· τον ρεζίλευε! Μα τις εδεκεί λοιπόν θα τ' αφήσουν το κόνισμα για να γίνη το κέφι του!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν