United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ψαλμωδιές και τα ξόρκια ενός Μάγου, τα μυστικά του βότανα και τανατριχιάρικά του μαμούνια, αρπάζανε και χαρίζανε ζωές, ανάβανε και σβύνανε πάθη, διώχτανε και φέρνανε δαιμόνους από την κόλαση, που ησυχία δεν έβρισκε άνθρωπος.

Εσύ πρέπει, είναι καθήκον σου να τους ανοίξεις τα μάτια, αφού αυτές είναι τυφλές. Εσύ πρέπει, το καταλαβαίνεις ή όχι; Έχεις κουφαθείΠράγματι, ο Έφις είχε κλειστεί στον εαυτό του, σαν κουφός. Εσύ πρέπει; Τον απειλούσε ο ντον Πρέντου; Ήξερε κάτι ο ντον Πρέντου; Δεν τον ενδιέφερε τίποτε, εκείνος μόνο την κόλαση φοβόταν.

Λες πως έχει μέσα του φωτιά και θέλει να ξεσπάση, σαν το πυρωμένο το βουνό, που το τρώει και το δαιμονίζει μια φλόγα, ώςπου η φλόγα να βγη όξω, να χυθή, γιατί πρέπει να ξεθυμάνη, γιατί κι ο απελπισμένος άλλη ελπίδα δεν έχει να γλυτώση, παρά να σπείρη όλεθρο και χαμό, αφού στο βόθρο της ψυχής του θρέφει την κόλαση που θα τον πνίξη.

Ιδού ό,τι έχει ανθρώπινον η γυνή αύτη· αδυναμία σωματική, διάνοια νοσούσα, και επί τέλους φρενοβλάβεια, — τοιούτος ο βίος της. Ενώ δ' ο σύζυγός της μάχεται και αποθνήσκει ως ήρως, αύτη, δαίμων αληθής εξελθών του Άδου όπως κολάση τον Μάκβεθ, επιστρέφει εκουσίως εις τον Άδην, αυτοχειριαζομένη.

Όλα τα μεγαλεία της γης, και αν ακόμη ήταν δικά του, και αν ακόμη γινόταν βασιλιάς, και αν ακόμη είχε τη δύναμη να κάνει ευτυχισμένους όλους τους ανθρώπους στον κόσμο, δεν αρκούσαν για να σβήσουν το έγκλημά του, να τον απελευθερώσουν από την κόλαση. Πώς να χαρεί, λοιπόν; Και πάλι από την αρχή να κοιτάζει τα χέρια του, για να κρύψει την έμμονη ιδέα του βαθειά μέσα στα μάτια του.

Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν!

Τον έσπρωξε κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια, αλλά του φάνηκε να τον καίνε, να είναι σκεπασμένα με στάχτη, σαν να γύριζε από την κόλαση. Η γριά δεν ξανάνοιξε τα δικά της. Τα χέρια της είχαν κοκαλώσει, τα δάχτυλα ήταν άκαμπτα και ανοιχτά, κουνούσε ακόμη τα χείλη της που είχαν γίνει βιολετιά και γύρω γύρω μαύρα, αλλά δε μιλούσε πια. Δεν ξαναμίλησε.

Το ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές· τον πετούν έξω από την Κόλαση. — Αμ τόρα τι να κάμω; συλλογίζεται. Άξαφνα δεξιά βλέπει την Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λέγουν τα Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κ' έρημη. Κανένας δεν εζύγωνεν εκεί.

Σα να μην έσωνε το κακό της φωτιάς, έμπαινε κι ο λαός όπου έβρισκε κι άρπαζε. Οι φρονιμώτεροι πάλε κ' οι πλουσιώτεροι έπιαναν αυτοί καΐκια και περνούσανε στην Ασιατική τη μεριά. Αληθινή κόλαση.

Κι από τώρα αρχινάει το Βασανιστήριο που μια και για πάντα στρεβλώνει κάθε ρωμιόπουλο, η κόλαση που στεγνώνει και ζαρώνει το νου του ώσπου γίνεται μούμια, μούμια που βγαίνει κατόπι στον κόσμο φασκιωμένη με τον πάπυρο του Δασκαλισμού, και στολισμένη με τα κουδούνια κορακίστικης γλώσσας, που πρι να πατήση μέσα σε Σκολειό δεν την ήξερε, που τέλεια ποτές δεν τη μαθαίνει, επειδή κανένας δεν ξέρει πούθε αρχινάει και πού τελειώνει αυτή η γλώσσα· αγκαλά κι' αν μπορούσε να τη μάθη, δε θα του χρησίμευε και πολύ, αφού τίποτις δικό του δεν έχει να πη και να γράψη, δε διδάχτηκε να συλλογιέται απατός του, μόνο πηγαίνει κατά τα γραμμένα τα βιβλία.