Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Έπρεπε να είναι η ξεφυλλισμένη η Κόρινθο του καιρού εκείνου για να τα χωνεύη. Το χερώτερο, που χρειάστηκε και χρηματικό, και τότες πια είναι που άρχισε ναλησμονάη τα ταξίματά του, και να θανατώνη δεξιά κι αριστερά άντρες και γυναικόπαιδα, για να τρώη τις περιουσίες τους. Μια και ξέσπασε η θεριωσύνη του, προχωρούσε η ρήμαξη και πήγαινε.

Για να αρέσει στον ξένο κορόιδευε ακόμη και τις καλύβες, που στο κάτω κάτω ήταν ιερές, επειδή τις κατοικούσαν οι πιστοί και ανήκαν στην εκκλησία. «Ούτε στη Ρώμη δεν έχει μέγαρα σαν κι αυτά! Κοιτάξτε τι κουρτίνες! Τις έβαλαν οι αράχνες τζάμπα, με τη θέληση του Θεού.» «Και άντε να μετρήσετε τα ποντίκια! Εάν το βράδυ ακούσετε να σέρνονται πόδια, μην νομίσετε ότι είμαι εγώ, ντον Τζατσί

Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερασκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Με τη συνηθισμένη του ευκολία ο Άρειος τονέ βεβαιώνει το Βασιλέα, κι ορκίζεται μάλιστα πως «απέπτυσσε πάσαν κατά του Κυρίου ημών βλασφημίαν ». — « Πήγαινε τώρα να μεταλάβης» του αποκρίνεται ο Κωσταντίνος· «ανίσως κ' έκαμες ψεύτικο όρκο, ο Θεός θα σε τιμωρήση». Είταν ο γέρος ο Αλέξαντρος να τονέ λυπάται άνθρωπος, που μήτε να μιλήση, δεν τον άφινε πια ο Βασιλέας.

Αδιάντροπος, αφού μεθυσμένος από τον έρωτα της νεόνυμφης δέσποινάς του, χτυπά, κατάμουτρα τη μητέρα του, αραδιάζοντας το περίφημο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Μεμιδώφ με μια κακία ανάξια πάντα ενός παιδιού, όσο κι αν της έπρεπε το μάθημα που δίνει της μητέρας του.

Η λογική δε μ' αρέσει. Ας μάθωμε τίποτ' άλλο ωμορφότερο. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Θέλετε να μάθετε την ηθικήν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ηθικήν; Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Ναι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι λέει αυτή η ηθική; Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Πραγματεύεται περί ευδαιμονίας, διδάσκει τους ανθρώπους να δαμάζουν τα πάθη των, και... ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Όχι, ας την αφήσωμε κι' αυτή.

Δε βλέπεις πόσοι εμείναμε;... 'Σ το Χάνι ο Βακογιάννης Με τον Καλύβα εκλείστηκαν ... — Κ' εγώ... χειρότερός τους; — Όχι, Θανάση, μένω εγώ, πώφαγα το ψωμί μου Και δε μ' αποζητάει κανείς... Μένει μ' εμέ κι' ο Μήτρος, Εκείνος είναι νειώτερος... θα πάρη τώνομά σου Και δε θα σ' εντροπιάσωμε ... — Πώς είπες;... Τώνομά μου;... Δε θα κοτήση ο θάνατος, Διαμάντη, να το πάρη Και σεις θα μου το κλέψετε;

Βλαστέ του Μενοικέως εσύ, που των παιδιών μου μόνος πατέρας έμεινες, γιατί οι γονείς των, εμείς που τις γεννήσαμε χαμένοι πλέον είμεθα, μη αβοήθητες χωρίς κανένα στήριγμα, τις ολάρφανες, μου τις αφήσης, μην τες νομίσης ίσες με τα κρίματά μου. Σπλαχνίσου τες, παντέρημες που ’χουνε μείνει, κι άλλη από σε δεν έχουνε καμμιάν ελπίδα. Γενναίε, συγκατάνευσε, παρακαλώ σε δωσ’ μου το χέρι!

Τόσον εσυγχίσθη, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινόν σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως εβάλθη εις νέον κόπον πάλιν, κι' άρχισε να τα ξεστρώνη όλα, ψάθες, κυλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, και να τα μεταφέρη έξω εις την αυλήν, να τα τινάζη εκ νέου, να ερευνά λεπτομερώς το πάτωμα, και τέλος, όταν δεν εύρε που δεύτερον άτομον του μυσαρού ζωυφίου, απεφάσισε να στρώση εκ νέου όλα τα μεντέρια της.

Κι άμα πια σαν κρύφτηκαν στον πρώτο κάβο πέρα αγάλι' αγάλια τα μαύρα πλευρά του βαποριού, και χάθηκαν τ' άσπρα μαντηλάκια, κ' η θάλασσα απόμεινε σαν πρώτα ελεύθερη και γαλάζια, πικρά σάλευσε τότε όλος εκείνος ο σωρός από μαννάδες και γυναίκες, απ' αδερφές, απ' αρραβωνιασμένες κι αγαπητικές, από ξαδέρφες και κουμπάρες, που από κείνη τη βραδιά θ' απόμειναν σα γύριζαν στα χωριά τους χρόνια ολάκερα μοναχές, και χωρισμένες από τα λεβεντόπαιδά τους, που ξενητεύουνταν πρώτη φορά από τον τόπο τους, που έφευγαν για το στρατό.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν