Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Δεν είχε ο ένας τύπους ειμί, ει, εστί, πατήρ, πατράσι κι ο άλλος τύπους είμαι είσαι, είναι, πατέρας, τους πατέρες, στους πατέρες. Να μιλή κανείς σαν το μάγερά του ή να μιλή τη γλώσσα του μάγερά του, είναι πράματα όλους διόλου διαφορετικά.

Κ’ εγώ στους πολιούχους τους θεούς της χώρας τους πεδιονόμους κι αγοράς τους επισκόπους στης Δίρκης τις πηγές κι ουδέ τον Ισμηνό ξεχνώ, αν βγη το πράμα σε καλό και σωθ’ η πόλη, βρέχοντας τους βωμούς τωνε μ’ αίμα προβάτων και ταύρους σφάζοντας, τάζω ν’ αφιερώσω λάφυρα κι όλους τους ναούς θενά στολίσω μ’ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες.

Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Μα ο Άρης πήγε ο πλουμιστός στους Τρώες, και μαζί του το ρέμα ο Ξάνθος κι' η Λητό κι' η ρόδινη Αφροδίτη κι' η σαϊτέφτρα Άρτεμη κι' ο σγουρομάλλης Φοίβος. 40

Κι εσύ δεν κουνιέσαι;», εκείνη είπε στον άλλο ζητιάνο. «Ήταν άρρωστος; Δεν απαντάς

Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτητην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φοράΚι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,

Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν