Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν· — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέ τον καφέ του, γιατ' είχε πάντατο νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακό και ζημιές πλειότερες παρά κέρδη, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε με τον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του και με την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ, ήξερε πως κ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τον ίδρω και με την τιμιότη.

Χαρά στον που τώχει ειπή! Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου. Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτες από τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου. Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε συγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα.

Τονέ ζύγωσε και τον άδραξε απ' το μανίκιΔε μαζεύεσαι, βρε αχμάκη; Έγινες μασκαράς των σκυλιών, αλήθεια κι' απ' αλήθεια, που λέει ο λόγος. Σύρε στο σπίτι! Φτάνει πια. Βαρέθηκε ο κόσμος να σ' ακούη... Και τον έσυρε κατά τον καφενέ. Ο Αγγελής σήκωσε τα μάτια του παραπονεμένα και κύτταξε τον γαμπρό του.

Χαλασμός κόσμου όξω, μπουρίνι, νεροποντή, σκοτεινιά. Ο Μοναχάκης σαλπάριζε... Όταν καμμιά φορά τον έβλεπαν και γύριζε ύστερ' από μήνες, τα γεροντάκια έκαναν τον σταυρό τους κάτω στον καφενέ. — Γερο-Μελιγκόνη, καλώς τα δέχτηκες! Το μπρίκι του ξαδέρφου σου. Ο Μελιγκόνης κουνούσε το κεφάλι του. — Τι να σας πω; Έχει μέρες ο Μοναχάκης. Σαν έχης μέρες, στη φωτιά να πέσης θα γλυτώσης.

Μας είπαν ωςτόσο πως εμείς τόχουμε τέτοιο ύφος, γιατί δε ζούμε στην Αθήνα, γιατί δεν ξέρουμε ποιές λέξες μπορεί κανείς να πη στο θέατρο, ποιες άλλες στον καφενέ, και ποιες άλλες στο «φροντιστήριο», που κάθεται και γράφει ο φιλόσοφος. Δε ζούμε στην Αθήνα, και γι' αφτό, νομίζω, βλέπουμε καλήτερα πώς κρίνουνε τους αρχαίους αλλού, πώς νοιώθουνε την ομορφιά τους, πώς πολεμούν και να τη μιμηθούνε.

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Ο Καπετάν-Μοναχάκης κατέβαινε πάλι στον καφενέ. Ο Γερο- Μελιγκόνης άρχιζε πάλι. — Γέρασες, Καπετάν-Μοναχάκη, και γνώσι δεν έβαλες. — Ας είνε καλά τα μπλάστρια του καπετάν-Πεφάνη. Μπλάστρια εγώ και μπλάστρια η «Αθηνά» καλά βαστειόμαστε για την ώρα. Είμαστε τώρα και οι δυο φρεσκοπαλαμισμένοι.

Μίαν ημέραν που είχα μερικά λουλούδια και άνθη μυριστικά διά πούλημα, επήγα κατά την συνήθειάν μου εις τον καφενέ διά να τα πουλήσω.

Για να το καταλάβης, πρέπει νανεβής απάνω τη στράτα, ώςπου να διής έναν καφενέ που έχει όνομα «Ορφεύς»... Εκεί, σε κείνον τον καφενέ, εννόησα πρώτη φορά, κοντέβουν τώρα εφτά χρόνια, με τι τρόπο και με τι σύστημα, ήσυχα και κανονικά, ο λαός διορθώνει τους δασκαλισμούς, γιατί ο λαός ή «Ορφές» θα το κάνη πολύ σωστά, όπως ένας μου το είπε, ή θα το λέη νέττα σκέττα καφενές.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν