Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουλίου 2025
Άμα εστράφην είδα όπισθεν μου, εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής, νέον Τήνιον με την χείρα επί της ζώνης, τον ώμον επί της θύρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς το παράθυρον. Τα ερωτικά βλέμματά του ήσαν δι' εμέ αποκάλυψις. Αι από των οφθαλμών της νέας ακτίνες διήρχοντο άνωθεν της κεφαλής μου, αλλά δεν ήσαν δι' εμέ, ούτε είχα επί του μειδιάματος το ελάχιστον δικαίωμα.
Μου έκαμνε μεγάλην εντύπωσιν η ενεργητικότης του· ήτο αιωνίως εις κίνησιν, άπαξ μόνον της ημέρας εκάθητο ν' ανασάνη, εις το κατώφλιον της εξώθυρας, έως ένα τέταρτον της ώρας.
Έπειτα η γραία Οθωμανίς ανέκρουσε μίαν ανατολικωτάτην δέησιν — «Επτά ημέρας θα καθήσω έξω από το ενδιαίτημά σου· επτά φοράς την ημέραν θα φιλώ το κατώφλιον της θύρας σου· επτά φοράς την ώρα» κτλ — κ' εγώ έχασα επτά φοράς την υπομονήν μου. Άλλως τε, η πρόσκλησις αύτη μοι εφαίνετο ευνοϊκή δια την υπόθεσίν μας. Διά τούτο αφήκα την μητέρα μου να πράξη όπως θα τη ήρεσκεν.
Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος, εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της. — Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα; — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη.
Εσύναξες τόσο καλή συντροφιά κ' εγώ τίποτα, αι; Και αφήσας εμέ, εστράφη προς τους συντρόφους μου· αλλά το δωμάτιον ήτο κενόν. Οι φίλοι μου που τον εγνώριζαν κάλλιστα, ετράπησαν αυτοστιγμεί εις φυγήν, εκτός, εννοείται του Φ. Ο οικοδεσπότης ώρμησεν εις καταδίωξίν των, αλλά σκοντάψας εις το κατώφλιον της έξω θύρας κατέπεσε βλασφημών. Αυτό το επάθαινε συχνά.
Αι κόραι άσπρισαν ήδη και το κατώφλιον της θύρας, έρριψαν διά την από των υποδημάτων λάσπην χονδρόν σκουτί, από εκείνα εντός των οποίων θλίβουσι τας ελαίας εις τα ελαιοπιεστήρια, και εισήλθον να διασκευάσωσιν εορταστικώς και τας αιθούσας.
Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους. — Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του Καίσαρος; . . . Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ' αυτής;
— Εάν μου κάμης αυτό το καλό, είπεν επί τέλους, θα γενώ σκλάβα σου, να σκουπίζω το κατώφλιον του σπιτιού σου με τας βλεφαρίδας των οφθαλμών μου! — Είτα ήρχισε να διηγήται: Ήταν πριν γενή το μονοπωλείον του καπνού στην Πόλι. Ο Κιαμήλης μου δεν ήτον παιδί για να γένη σ ο φ τ ά ς και να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα, καθώς τον βλέπεις τώρα.
Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον 'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· «Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».
Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμιγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να δρασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν' ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του και ν' ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου υπερηγαπημένου Βρέφους της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν