United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• «Και με πολλήν υπομονήτα μέγαρά σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη».

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτούτα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαντην αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•

Και βλέπω τώρα την ωραιότερη ύπαρξι που γέννησε ποτέ γυναίκα. Θλιμμένη σε γέννησα. Θλιβερή είναι η πρώτη γιορτή που σου κάνω. Εξ αιτίας σου είμαι περίλυπη μέχρι θανάτου. Κ' έτσι, αφού, γεννήθηκες με τη λύπη, τόνομά σου θε είναι Θλιβερός, Τριστάνος». Είπε αυτά τα λόγια, τον εφίλησε, και μόλις τον εφίλησε πέθανε. Ο Ρόχαλτ ο Πιστός πήρε το ορφανό.

Τα τελώνια που με δουλεύουν, το έκτισαν εις μίαν στιγμήν. Ενώ η Κεριστάνη ήθελε να ακολουθήση την ομιλίαν της, ιδού εμβαίνει μία αρχοντοπούλα, η οποία έδειχνε πώς ήτον πολλά θλιμμένη. Η Κυρά γνωρίζοντάς την από το πρόσωπόν της ότι ήθελε να της προμηνύση καμμίαν θλιβεράν είδησιν εφώναξε μεγάλως, έπειτα εδόθη εις κλάματα πικρότατα.

Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα να σου ο πάρεδρος του χωριού με το δικαστικό κλητήρα· Έρχονταν συζητώντας κ' οι δυο και γελώντας ποιος ξέρει γιατί. Μόλις όμως τον είδαν, σοβαρεύτηκαν κι ο πάρεδρος με θλιμμένη φωνή του είπε σφίγγοντας το χέρι του. — Το μάθαμε... ζωή σε λόγου σου· ήταν καλή γυναίκα η μακαρίτισσα. — Ζωή σε λόγου σου· του είπε κι ο κλητήρας.

Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.

Έμαθε από έναν περαστικό ότι ο Μάρκος ήταν από παλάτι κι' ότι προ ολίγου είχε προεδρεύσει σε μεγάλη δίκη. «Αλλά πού είναι η Βασίλισσα; Και η Βραγγίνα η ωραία της υπηρέτρια; — Κι' αυτές στο Τινταγκέλ βρίσκονται, δεν πάει πολύ που της είδα. Η Βασίλισσα Ιζόλδη φαινότανε θλιμμένη, όπως πάντα».

Το λυχνάρι άναβε επάνω στο παλιό κάθισμα και έμοιαζε η μικρή του φλόγα να κρατά θλιμμένη συντροφιά στην ντόνα Ρουθ που καθόταν ακόμη ακίνητη με το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη της καρέκλας και τα χέρια εγκαταλειμμένα, το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, και τις αρθρώσεις τους επάνω στο ξύλο. Το μισό της πρόσωπο ήταν φωτισμένο, χλωμό και το άλλο μισό ήταν στη σκιά, σκοτεινό.

Κάτου ως τόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σανε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια. Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερά Φρόσως.