Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Σεπτεμβρίου 2025
ΕΛΛΗΝΙΚΑ χ ώ μ α τ α είναι κείνα που χιλιάδες χρόνια τώρα τα κατοικούν και τα δουλεύουν Έλληνες, εκείνα που μέσα τους είναι θαμένα τα κόκκαλα από χιλιάδες Ελληνικές γενεές. Η ελεύθερη Ελλάδα, με τα νησιά, της και την Κρήτη, η Ήπειρο, η Μακεδονία, η Θράκη, ένα μέρος της Μικρασίας και όλα τα νησιά του Μαρμαρά και της Άσπρης Θάλασσας είναι ελληνικά χώματα.
Εδάκρυσεν ο Αχιλλεύς· κ' ευθύς απ' τους συντρόφους Χώρισε· κ' εις της θάλασσας της ασπρουλής την άκραν Κάθησεν, εις το πέλαγος το μελαψόν θωρώντας· Και δα προς την μητέρα του την πόλλ' αγαπημένην Περίσσα προσευχήθηκεν, απλώνοντας τα χέρια. Μητέρα, σαν μ' εγέννησες 'λιγόζωος να είμαι, Τιμήν ο υψιβρόντης Ζευς χρωστούσε να με δώση.
Και ήταν οι φωνές και οι ήχοι αυτοί ανακατεμένοι όλοι μαζί σ' ένα σύνολο κουβαριού, που το ξετύλιγε τώρα χωρίς πολλή δυσκολία ο Ρένας. Και πάλι, δεν ήταν αυτοί μόνοι. Μέσα στον όλο θόρυβο η αίσθηση της ατμόσφαιρας τον σκέπαζεν όμοιη με ήχο άσθματος παιδιού, και η φωνή της θάλασσας του γέννησε την εντύπωση ότι τηγανίζανε ψάρια.
Είπε κ' επροπορεύθηκε κείνου η Παλλάδ' Αθήνη 405 γοργά, και αυτός εβάδιζεν εις της θεάς τα χνάρια. και άμα 'ς το πλοίον έφθασαν, 'ς της θάλασσας την άκρη, τους κομοφόρους εύρηκε συντρόφους 'ς τ' ακρογιάλι• και ο δυνατός Τηλέμαχος ωμίλησέ τους κ' είπε•
Έλεγα πως ήμουν πρισμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ' ένα ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου εζύγιζαν καθένα και πεντακόσια καντάρια! Άξαφνα, λέγει, τα θηρία της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια ετριγύρισαν λαίμαργα το κουφάρι μου κ’ έπιασαν διαβολικόν καυγά με τα όρνια τ' ουρανού για τα κοψίδια μου.
— Μα την πίστη μου, είπε ο αδελφός Γαρουφάλης θα πεθυμούσα όλ' οι θεατίνοι να πνιγούνε στο βάθος της θάλασσας. Εκατό φορές μου ήρθε ο πειρασμός να βάλω φωτιά στο μοναστήρι και να πάω να γίνω τούρκος.
Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενη 'ς της θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.
— Το ίδιο κάνει για σένα.. Μέσα της υπάρχει δέρμα αρβύλας, τα ασκούπιστα μουστάκια του Μπάρμπα Μάρκου, νύχια με πένθιμο γιακά, και ροζασμένα δάχτυλα. Ακατανίκητα άφθονη, ρούφηξε το ιώδιο της θάλασσας σε απόσταση πολλά μέτρα... Ύστερα με τι σου φαίνεται να μοιάζει η κουζίνα του πληρώματος; Θέλω ν' ακούσω. — Με κουζίνα που μαγειρεύουνε φαγιά. — Όχι· μοιάζει με ναό βάρβαρο, Αιγυπτιακό ίσως.
Είτα κατήλθε κατά μικρόν η νυξ, συγχέουσα και συγκαλύπτουσα διά της αμέτρου μαυρίλας της την αταξίαν της πλάσεως, κρύπτουσα επάνω τους αστέρας και κάτω τας ηπείρους και τας θαλάσσας.
Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45 'ς τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60 'ς την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν