Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
— Πότε έχομε της Παναγίας; ηρώτησεν η σύζυγός του, αποθέσασα χαμαί, επί τινος σανίδος, το νήπιον, το οποίον απεκοιμήθη θηλάζον, και με το βάρος εκείνο της κοιλίας της, η πτωχή, επανήρχισε πάλιν το μπογάδιασμα των ιματίων. — Την παραπάνω Κυριακή, απήντησεν ο Μιστόκλης, καρφώνων με προσοχήν μίαν ωραίαν ολόχρυσον Αγίαν Παρασκευήν.
Αλλά, είπεν ο Σωκράτης, γνωρίζομεν επίσης τι είναι αυτή η ισότης; Βεβαίως γνωρίζομεν, είπεν ο Σιμμίας. Άρα γε ίσαι μεν πέτραι και κάποτε δένδρα, τα οποία είναι τα ίδια, δεν φαίνονται άλλοτε μεν ίσα, άλλοτε δε όχι; Βεβαιότατα, είπεν ο Σιμμίας. Τι δε λέγεις; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Καμμίαν φοράν τα ίδια ίσα πράγματα σου εφάνησαν άνισα, ή η ισότης σου εφάνη ανισότης;
Κάλλιστα το ηξεύρω, είπεν ο Κέβης. Δεν λέγομεν λοιπόν, είπεν ο Σωκράτης, ότι η εναντία ιδέα εις εκείνην την μορφήν, η οποία το κάμνει τοιούτον, δεν είναι δυνατόν ποτε να έλθη εις το τοιούτον πράγμα; Δεν είναι βέβαια δυνατόν να έλθη, είπεν ο Κέβης. Το έκαμε δε βέβαια η ιδέα του περιττού; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Ναι, είπεν ο Κέβης. Ναι, είπεν ο Κέβης. Δεν θα έλθη βέβαια, απήντησεν ο Κέβης.
Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.
Εις τον οίκον του Πατρός του υπάρχουσι πολλαί μοναί· ο χώρος εκεί είνε άπειρος. Εγνώριζον πού υπάγει, και την οδόν εγνώριζον. «Κύριε, ουκ οίδαμεν πού υπάγεις, και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι;» ηρώτησεν ο Θωμάς. «Εγώ ειμι η οδός, και η Αλήθεια, και η Ζωή, απεκρίθη ο Ιησούς· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα εμή δι' Εμού.
Παρήλθον έτη και ουδεμία είδησις περί του υιού έφθασεν ύστερον από την μόνην είδησιν όπου έφερεν ο καπετάν Σκινάς ότι τον είδε τον υιόν του γέροντος εις το χιώτικο καφενείον του Γαλατά φουμάροντα ναργιλέ με Χίους πλοιάρχους φίλους του. Μίαν νύκτα του Μαΐου μαλακήν και ασέληνον, εζήτησε το πυροφάνιον ο πρεσβύτης. — Πού θα πας; ηρώτησεν η τεθλιμμένη σύζυγος. — Τώρα θα ιδής.
— Και τι θα πη ασύνθετοι και άσπονδοι, κυρ Φραγκούλη; ηρώτησεν ο παπά-Ζαχαρίας. Βαθειά ελληνικά μας είπες σήμαρε. — Ασύνθετοι είνε κείνοι που δεν στέκουν στον λόγον τους, παπά- Ζαχαρία· και άσπονδοι είν' εκείνοι που δεν θέλουν να παραδεχθούν όρκους και συμφωνίες.
— Για 'με το λες; ηρώτησεν αίφνης, στραφείσα προς τον Μήτρον εν όλη τη αίγλη της μελαχρινής καλλονής της. — Ναι· κατένευσεν ο βοσκός χωρίς να διακόψη το αύλημα. — Κακά κάνεις. Ω! βεβαίως, πολύ κακά έκαμνεν ο βοσκός να παίζη με τόσην τέχνην. Αλλ' έκαμνε χειρότερα η Σμάλτω, ήτις ηκροάτο ακόμη του αυλήματος, το οποίον βαθμηδόν βαθμηθόν ανυψούτο εις τόνον περιπαθείας υπερνέφελον.
— Έλα, του οποίου, και του οποίου, κάμε γλήγωρα, παρετήρησεν ο Μανώλης, και θα μας χαλάση ο καιρός. Ο πάτερ-Γαλακτίων, αφού παρέδωσε το φορτίον, έκαμε κίνησιν ως να θέλη να επιβιβάση και τον όνον του. Συγχρόνως δε και ο Μανώλης και ο πάτερ-Γαλακτίων εχασμήθησαν. — Του οποίου τι είνε βλουημένε; Ηρώτησεν ο Μανώλης και ηθέλησε ν' απομακρύνη αποτόμως την σκαμπαβίαν.
— Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησεν — Έσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο Πετρώνιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν