Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μου;» είπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμε;» Και αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν.
Χωρίς άλλο, είπεν ο Σιμμίας. Πότε αι ψυχαί ημών έλαβον την γνώσιν αυτών των πραγμάτων; Ηρώτησεν ο Σωκράτης, διότι δεν έλαβον αυτήν βέβαια αφ' ού εγεννήθημεν άνθρωποι. Δεν την έλαβον βέβαια, είπεν ο Σιμμίας. Την έλαβον λοιπόν προτήτερα, είπεν ο Σωκράτης. Ναι, απεκρίθη ο Σιμμίας.
Ο ράπτης λαμβάνοντας συμπάθειαν διά την αθλίαν μου κατάστασιν με εκάθισε πλησίον του και με ηρώτησεν τις ήμουν, πόθεν ηρχόμουν και τις με ωδήγησεν εκεί· εγώ χωρίς να κρύψω τίποτε του διηγήθην όλα τα συμβάντα μου και την ζωήν και το γένος μου.
— Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της· θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον. — Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος.
— Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ. — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την. — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι, άνδρα;
— Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.
— Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.
— Όχι, εψέλλισεν η νεάνις. Ο απευθύνας την ανωτέρω ερώτησιν ήτο γηραλέος ανήρ, και εφαίνετο σεβάσμιος. Ηγέρθη και επλησίασεν εις την νέαν. — Μήπως έχεις ανάγκην από τίποτε; Μήπως έχασες τον δρόμον; Η Αϊμά είδεν οπωσούν καλώς τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου, και έφριξεν. Όχι μόνον η φωνή, αλλά και η μορφή αυτού αλλόκοτον εντύπωσιν τη επροξένει. — Πού υπάγεις; ηρώτησεν ο ξένος.
— Έχω πληροφορίας, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης. — Ποίας πληροφορίας; ηρώτησεν ο αρχηγός. Ο ιππότης απήντησε ταύτα· — Ανεκαλύφθη υφ' ενός κατασκόπου μου είς παράδοξος άνθρωπος, όστις πρέπει να είνε ο ζητούμενος υφ' ημών. — Και τι άλλο; είπεν ο αρχηγός, δείξας ότι επερίμενε και άλλο τι προς συμπλήρωσιν της πληροφορίας ταύτης. Ο ιππότης απήντησε·
— Θα έρχεσθε διά την καταδίωξιν των ληστών; ηρώτησεν ο γέρων μοναχός διά της ρινός του, όστις ήτο γραμματεύς και οικονόμος συνάμα της μονής και ανεγίνωσκε την «Αθηνάν». — Ακριβώς δι' αυτό, απήντησεν ο αρχηγός, ευχαριστημένος ότι ο αρχοντάρης, χωρίς να το υποπτεύη, διευκόλυνε μεγάλως την υπόθεσίν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν