Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Κύριε ελέησον! έλεγεν ο φίλος μου. Ο παπά-Σεραφάκος, απαθής, σαν να είδε πολλά τέτοια, εξηκολούθει την παράκλησιν, οπού εμένα σαν να έβλεπα όνειρον μου εφαίνετο· και σαν ένα πολύ ζωηρόν όνειρον σου τα γράφω τώρα όλα αυτά, οπού συνέβησαν εις εμένα. — Τι είπες, καπετάν-Μοναχάκη! Με ηρώτησεν ο φίλος μου. Εγώ εξηκολούθουν τα παραληρήματα. Το κρασί ήτο, για να γείνω μέθυσος.

Είναι η ψυχή, είπεν ο Κέβης. Τούτο λοιπόν συμβαίνει πάντοτε έτσι; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Και πώς όχι; Είπεν ο Κέβης. Η ψυχή λοιπόν, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης, οποιονδήποτε πράγμα και αν καταλάβη, έρχεται πάντοτε εις αυτό φέρουσα ζωήν; Έτσι έρχεται βέβαια, είπεν ο Κέβης. Ποίον λοιπόν από τα δύο; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις την ζωήν ή δεν υπάρχει κανέν;

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα; ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων. — Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά. — Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση. — Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς.

Αυτά συχνάκις επανελάμβανεν ο Γεροστάθης μ' όλην την χαρακτηρίζουσαν αυτόν πραότητα και γλυκυτάτην εκφραστικότητα. Ημέραν τινά, περιδιαβάζοντες μετά του Γεροστάθου εις την εξοχήν, είδομεν γέροντα, όστις έκοπτε κλώνους ιτέας. Ο Γεροστάθης μας ωδήγησε προς τον γέροντα, τον οποίον χαιρετίσας φιλοφρόνως ηρώτησεν εις τι καταγίνεται. — Κόπτω κλώνους διά να πλέξω καλάθια, απεκρίθη ο γέρων.

Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων τους δύο αρραβωνιασμένους. Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της χειρός. — Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια. — Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος.

Να το παραδεχθώμεν έτσι, Κέβη, ή αλλέως; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Έτσι, μα τον Δία, είπεν ο Κέβης.

Μακράν, μακράν, παιδία μου, από τας αδικίας και τα εγκλήματα, διότι αι συνέπειαί των είναι τρομεραί, είναι ακαταλόγιστοι. — Αλλά ποία ήτο η αιτία, μας ηρώτησεν ο γέρων, διά την οποίαν ο Θησεύς και ζων και μετά θάνατον ηγαπήθη και εδοξάσθη υπό των Αθηναίων και όλων των Ελλήνων; — Η μεγάλη ανδρία του, απήντησεν αμέσως είς εξ ημών, ενώ οι άλλοι εσυλλογιζόμεθα οποίαν απάντησιν να δώσωμεν.

Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον. Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του. Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων. — Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν